ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Περί έρωτος



Ερωτικός ο ποιητής φύσει και τέχνῃ.

Πολλές φορές νιώθει παρείσακτος,
καθώς οι άλλοι ανέχονται απλώς τας ερωτικάς του προτιμήσεις.

Πολλές φορές στην κάμαρη κλεισμένος
Απολαμβάνει εκεί τον έρωτα με τον δικό του τρόπο. 


Το ποίημα γίνεται φωνή, ιαχή και προμαχώνας.

Μες την αχλή της μνήμης οι αναμνήσεις
από της νεότητας το πάθος

– βάσανος ίσως πιο σωστά ας ειπωθεί – .

Μες το σκοτάδι αρχίζει να μιλάει.

Καλεί το σώμα την ηδονή να θυμηθεί,
πώς έτρεχε στο στρώμα να ξαπλώσει.

Τις ματαιώσεις δεν τις ξέχασε.
Η φαντασία του καλά τις έχει μες το νου του...

Μα κάθε βράδυ επιμένει και φωνάζει :

«Επέστρεψε αγαπημένη αίσθηση,
επέστρεψε κοντά... και παίρνε με!»
Η ορμή δεν σταματά.
Απλά το γήρας το σώμα σακατεύει.

Όλα μες την ψυχή ανάγκη γίνονται
και βρίσκουν τελικά το δρόμο στο χαρτί...

«Σώμα, ξύπνα τη μνήμη σου,
Δέρμα, θυμήσου τ΄ άγγιγμα,
Χείλη το φίλημα φέρε στο νου,
Αίμα τρέξε ξανά μέσα στις φλέβες...»

Εν φαντασίᾳ όλα ιδανικά κι εξαίσια.

Όπως οι εικόνες που μιλούν μπροστά στα μάτια.

Μες το λαβύρινθο γυρνάει ο έρωτας.
Γι΄ αυτό και δεν τον βρίσκει ξέγνιαστο.

Είναι πολλές οι διαδρομές
και το μυαλό θολώνει μπροστά σε τόσους πειρασμούς.

Μα η Τέχνη πάντα συγχωρεί
κι αγιάζει κάθε σκέψη
 - όσο αιχρή κι αν είναι - .

Έχει ένα τρόπο μαγικό, μοναδικό
που ξέρει τον ποιητή να παίρνει,
και να τον βγάζει απ΄ την ντροπή,
και να τον κάνει της ηδονής ανδρείο.

Ο ποιητής ξέρει να περπατάει στο χώρο και το χρόνο,
ξέρει να συγκινείται στου δυνατού του ερωτα το άκουσμα,
ξέρει να ολοκληρώνει αυτό που τον ξεπέρασε
- το ανεκπλήρωτο είναι γι τους ανθρώπους - .

Είτε Σεπτέμβρης που περνά, είτε Δεκέμβρης,
ο ποιητής κοντά του έχει την πένα του.

Κι όταν πεινάσει,
στρώνει τραπέζι με χαρτί κι εκεί απλώνει...

τα χείλη και τα σώματα που πόθησε

που η δειλία δεν τον άφησαν ν΄ αγγίξει,
μα η τόλμη του μυαλού και η ψυχή,
η φαντασία κι ο λόγος
γνωρίζουν πια...

την πείνα να χορταίνουν,
καθώς ο νους για μια φορά ακόμα
την εμορφιά που ατένισε παλιά
μέσα στην Τέχνη τώρα πια κομίζει.

Ο ποιητής είναι εδώ
και πάντα ερωτευμένος!

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Ο γέρος


O θάνατος με γέλασε

και μ΄ άφησε μονάχο

στο σπίτι μέσα δυστυχή

δίχως παιδιά πια να΄ χω,

δίχως το πάθος της ζωής

το βλέμμα να φωτίζει,

το σώμα να δροσίζει,

μ΄ αθάνατη ζωή.


Η καταχνιά με πλάκωσε

και μ΄ έκανε κομμάτια,

μου πήρε τη γυναίκα μου,

μου μάρανε τα μάτια,

δίχως η γλύκα της ζωής

τα χέρια να γεμίζει, 

το στόμα να ταΐζει

μ΄ αιώνια πνοή.


Όλα φαντάζουν άψυχα

κι άλλη ζωή δεν έχουν,

όλα γινήκανε καπνός

κι από το φως απέχουν,

η γλύκα και το πάθος μου

απ΄ τη ζωή χωρίζουν, 

στο χάρο με χαρίζουν

ανήμπορο πουλί!