ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Τρίτη 19 Απριλίου 2022

 

«Ξύπνα, Μαρίτσα μου, είναι ώρα...»


- «Ξύπνα, Μαρίτσα μου, είναι ώρα...» Αυτή η κουβέντα της έχει μείνει καρφωμένη στο μυαλό της κι ας έχει φτάσει πια τα ογδόντα. Της την έλεγε η μάνα της, λίγο πριν τις δύο μετά τα μεσάνυχτα... χειμώνα, καλοκαίρι. Έπρεπε να σηκωθεί και να την ακολουθήσει μέχρι το φυλάκιο της γραμμής, ένα χιλιόμετρο από το σπίτι τους... το πατρικό της μάνας της, που βρισκόταν δίπλα ακριβώς στις ράγες του τρένου. Εκεί μένανε ολομόναχες μάνα και κόρη, μιας και ο πατέρας της Μαρίστας είχε πεθάνει στον πόλεμο του 40.

Τα πρώτα χρόνια, όταν ήταν μωρό ή μικρό παιδάκι την τύλιγε σε μια κουβέρτα και την έπαιρνε στην αγκαλιά της. Καθώς μεγάλωνε, η Μαρίτσα θυμάται το χέρι της μάνας της να την τραβά ξοπίσω της, άλλοτε βιαστικά και βίαια, άλλοτε πάλι χαλαρά... Ποτέ δε την άφηνε στο σπίτι μόνη της να κοιμηθεί. Δεν ήθελε να έχει την έννοια της. Πάντα είχε ένα φόβο, ότι θα την χάσει, ότι κάποιος θα της την αρπάξει μέσα στη νύχτα και δε θα την ξαναδεί. Αλλά και που μεγάλωσε η Μαρίτσα κι έφτασε τα δεκαεφτά, δε σταμάτησε να την ξυπνά μέσα στη νύχτα και να την παίρνει μαζί της στο φυλάκιο της γραμμής...

- Ξύπνα, Μαρίτσα μου, είναι ώρα..., της έλεγε.

- Όχι, μανούλα μου, πάλι!... της απαντούσε εκείνη.

Όμως, είτε ήθελε είτε δεν ήθελε, είτε μπορούσε, είτε δεν μπορούσε, σηκωνόταν χωρίς δεύτερη κουβέντα και την ακολουθούσε μέχρι το φυλάκιο της γραμμής. Καθόταν στο πεζούλι του φυλακίου και περίμενε μισοκοιμισμένη μέχρι να ακουστεί το πρώτο μακρινό σφύριγμα του τρένου που περνούσε εκείνη τη στιγμή τη γέφυρα του ποταμού, δύο χιλιόμετρα μακριά από το φυλάκιο. Τότε με ένα παράξενο τρόπο η νύστα της Μαρίτσας έφευγε από τα μάτια της. Ανέβαινε στο πεζούλι και περίμενε να περάσει από μπροστά της το τρένο, να χαζέψει τα φωτισμένα παράθυρα του να περνούν μπροστά από τα μάτια της γρήγορα, γρήγορα σαν ταινία σe fast-forword... το ένα μετά το άλλο... και να προσπαθεί να διακρίνει κάθε φορά τους επιβάτες μέσα από τις βιαστικές σκιές τους... άλλους σκυμμένες προς τα πίσω και ακουμπώντας το κεφάλι τους στο κάθισμα... άλλους αγκαλιασμένους μεταξύ τους... άλλους κρατώντας ένα βιβλίο, μια εφημερίδα. Και καθώς το βλέμμα της ακολουθούσε το τρένο να χάνεται δεξιά της, πάντα καρφωνόταν στη φιγούρα της μάνας της, εκεί στην άκρη της γραμμής... που κρατούσε το φανάρι της σηκωμένο στο ύψος του κεφαλιού της, με τα μαλλιά της να πετούν στον αέρα και το φουστάνι της να σηκώνεται μέχρι τα γόνατά της, χωρίς όμως να κάνει καμιά κίνηση να τα κρύψει.... την ώρα που το τρένο περνούσε σχεδόν σύριζα από δίπλα της. Κι όλο αυτό, κάθε φορά, φάνταζε σαν ιεροτελεστία στα μάτια της Μαρίτσας, καθώς όλα γίνονταν με την ίδια σειρά, με τους ίδιους κανόνες και τους ίδιους κώδικες

Εκείνο το βράδυ, όμως, θα ήταν διαφορετικό και για τις δυο τους. Η μάνα της Μαρίτσας μόλις είχε ανάψει το φανάρι της, περιμένοντας το γνωστό σφύριγμα του τρένου... ενώ το κορίτσι καθόταν στο πεζούλι. Όμως το σφύριγμα δεν ακούστηκε, παρόλο που ακουγόταν η μηχανή να δουλεύει. Το φως του τρένου φαινόταν στο βάθος, λες και είχε σταματήσει πάνω στη γέφυρα... Μέσα στη νύστα της η Μαρίτσα είδε τη μάνα της να κάνει με το φανάρι της κάποιο σινιάλιο στον οδηγό του τρένου. Της φάνηκε, μάλιστα, παράξενο, γιατί δεν την είχε ξαναδεί να κάνει κάτι τέτοιο.

  • Τι έγινε, μάνα; ρώτησε η Μαρίτσα.

  • Δεν ξέρω. Ίσως να έπαθε κάτι η μηχανή του, της απάντησε η μάνα της.

Η κοπέλα όμως δεν πείστηκε. Κοιτούσε επίμονα το φαναράκι της μάνας της, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς έκανε. Ένιωθε πως η μάνα της έστελνε στον οδηγό του τρένου ένα μήνυμα και περίμενε από αυτόν κάποια απάντηση.

  • Πάω μέχρι εκεί, της είπε κάποια στιγμή. Να δω τι στο καλό συμβαίνει.

  • Θα έρθω κι εγώ μαζί σου, φοβάμαι, να κάτσω μόνη μου εδώ πέρα. Είναι πολύ σκοτεινά... της είπε η Μαρίτσα.

Όμως εκείνη δε της απάντησε. Απλά, πλησίασε, την κοίταξε, της χαμογέλασε και με μια απότομη κίνηση της έδωσε το φανάρι στο χέρι και είπε :

  • Να, πάρε αυτό. Να σου κρατάει συντροφιά και να μην φοβάσαι.

Για πρώτη φορά, η μάνα της της έδινε το φανάρι της. Για πρώτη φορά, ένιωσε η Μαρίτσα, ότι της εμπιστευόταν τη δουλειά της. Κι άλλες φορές, της το είχε ζητήσει, αλλά η μάνα της δεν ήταν ποτέ πρόθυμη να κάνει κάτι τέτοιο. Εκείνη, όμως τη νύχτα, της έδωσε το φανάρι της, την άφησε μόνη της στο φυλάκιο και ξεκίνησε να περπατά ανάμεσα στις ράγες του τρένου, προχωρώντας πάνω κατά πάνω στο τρένο. Κι ενώ στην αρχή η Μαρίτσα διέκρινε τη φιγούρα της μάνας της να χάνεται στο σκοτάδι, στη συνέχεια είδε το τρένο στο βάθος να ξεκινάει κι αυτό σιγά σιγά.

  • Μαμά, γύρνα πίσω! Το τρένο ξεκίνησε... της φώναξε.

Όμως δεν πήρε καμιά απάντηση. Σήκωσε το χέρι της πιο ψηλά, μήπως και ρίξει περισσότερο φως στις γραμμές και τη βοηθήσει να επιστρέψει κοντά της. Μάταια, όμως. Το μόνο που έβλεπε ήταν το φως της μηχανής του τρένου να πλησιάζει όλο και πιο πολύ στο φυλάκιο. Τα έχασε. Άρχισε να φωνάζω τη μάνα της...

  • Μαμά, μαμά! Το τρένο ξεκίνησε. Γύρνα πίσω!

Όμως δεν έπαιρνα καμιά απάντηση. Και το τρένο πλησίαζε, αναπτύσσοντας όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Η Μαρίτσα, χωρίς να το καταλάβει, είχε πάει και είχα σταθεί στη θέση που στεκόταν συνήθως η μάνα της, κάθε φορά που περίμενε το τρένο να πλησιάζει στο φυλάκιο. Είχε πάρει ακριβώς την ίδια στάση, είχε σηκώσει το φανάρι στο ύψος του κεφαλιού της και περίμενε... Για πρώτη φορά, έβλεπε το τρένο να έρχεται σχεδόν κατά πάνω της. Φοβόταν πολύ, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Απλά, το περίμενε, όπως το περίμενε κι η μάνα της. Κάποια στιγμή το τρένο πέρασε σύριζα από δίπλα της, παίρνοντας μαζί του τα λυτά της μαλλιά. Το σώμα της, όμως, δεν ήξερε πως να σταθεί. Ο αέρας που άφησε πίσω του το τρένο σχεδόν την πέταξε ένα δύο μέτρα πιο πέρα. Όταν κατάφερε και στάθηκε πάλι στα πόδια της, ένιωσε στο πρόσωπό της κάτι υγρό. Λες και κάποιος από ένα παράθυρο του τρένου να της πέταξε κάτι. Προς στιγμήν αηδίασε... με το άλλο της χέρι σκούπισε το πρόσωπό της και μετά το έφερα κοντά στο φως του φαναριού να δει τι ήταν... Σάστισε... δεν μπορούσε να κουνηθεί πια... δεν μπορούσε να αντιδράσει... ούτε καν να φωνάξει... να βγάλει μια κραυγή πόνου...

Την άλλη μέρα τής πήγαν στο σπίτι το κεφάλι της μάνας της. Το είχε πάρει από κάτω η μηχανή του τρένου.... το σώμα της μάνας της το περίμενε...

Μετά από μερικές μέρες ο Οργανισμός της έστειλε ένα γράμμα, με το οποίο της πρότεινε να συνεχίσει τη δουλειά της μάνας της. Εκείνη, όμως, αρνήθηκε. Το μόνο που τους ζήτησε, ήταν να κρατήσει το φανάρι της μάνας της...

Η Μαρίτσα από τότε δεν ξαναμίλησε... συνεχίζει να μένει στο πατρικό της. Και ούτε παντρεύτηκε... έμεινε ολομόναχη... Κι έχει ακόμα εκείνο το φανάρι. Το ανάβει πια μία φορά το χρόνο... την ίδια νύχτα. Πέφτει στο κρεβάτι της να κοιμηθεί και ξέρει πια ότι η μάνα της θα έρθει και πάλι και μέσα στον ύπνο της θα την ακούσει να της λέει γλυκά...

««Ξύπνα, Μαρίτσα μου, είναι ώρα...»


Β. Βαθύαλος (Βασίλειος Γ. Παπαδημητρόπουλος)


Σάββατο 1 Μαΐου 2021

Από τις τρεισήμισι μέχρι τις πεντέμισι

 

Από τις τρεισήμισι μέχρι τις πεντέμισι

 

Ξεκινούσε πάντα γύρω στις τρεις και μισή από το σπίτι του. Ήξερε πια ότι δε θα του πάρει πάνω ἐνα μισάωρο να φτάσει στο καφενείο. Κοντοστεκόταν πάντα στο μέσον της διαδρομής. Ακουμπούσε το χέρι του σε μια κολόνα, για να ξεκουράσει το κουρασμένο του κορμί και ξεκινούσε και πάλι. Αν πάλι ήταν καρφωμένο σε αυτήν κάποιο κηδειόσημο, έμενε λίγο παραπάνω και το διάβαζε σχολαστικά... όνομα... ηλικία... οικογένεια... χωριό... ημερομηνία κηδείας. Έφτανε έξω από το καφενείο εξαντλημένος από την πεζοπορία, καθόταν για λίγο σε μια καρέκλα στο μπαλκόνι και στη συνέχεια έμπαινε μέσα. Χαιρετούσε επιλεκτικά τους υπόλοιπους θαμώνες. Η ζωή τού είχε αφήσει πια και φιλίες και έχθρες που αν πρόσεχες λίγο περισσότερο κατά την είσοδό του τις έβλεπες να εμφανίζονται και να εκφράζονται στα γύρω τραπέζια... «Καλώς τον μπάρμα!» από τη μια μεριά... «Πάλι εδώ τούτος!» από την άλλη ή και κάποιος μορφασμός αποδοκιμασίας και απέχθειας. Κι οι λόγοι διαφορετικοί για τον καθένα, κτηματικές διαφορές, διαφορετική πολιτική ιδεολογία, οικογενειακές αντιδικίες, ερωτικοί ανταγωνισμοί και άλλοι που δεν μπορούσες να ξέρεις, γιατί ποτέ δεν αποκαλύπτονταν από κανένα τους.

Προχωρούσε πάντα για το ίδιο τραπέζι. Δεν υπήρχε περίπτωση να καθήσει σε κάποιο άλλο. Κι αν έβλεπε κάποιον άλλο στη θέση του, δεν προχωρούσε, παρά στεκόταν για λίγο στην πόρτα και έκανε μεταβολή. Έβγαινε στο δρόμο και έκανε έναν μεγάλο περίπατο στα σοκάκια της πάνω γειτονιάς, χαζεύοντας τα σπίτια και τους κήπους, φέρνοντας στο μυαλό του άλλες εποχές. Τότε που το χωριό δεν το είχε χτυπήσει η εξέιλξη και ο πολιτισμός. Επέστρεφε από τον ίδιο δρόμο και ξαναέφτανε μέχρι την πόρτα του καφενείου. Αν έβλεπε ότι ακόμα η θέση του ήταν πιασμένη, προχωρούσε βρίζοντας μέσα από τα δόντια του και σαν σκυλί που γρυλίζει προσπαθούσε να βρει τρόπο να διώξει τον σφετεριστή. Πλησιάζοντας στο τραπέζι μπορούσε να έχουν συμβεί δύο τινα. Ή η θέση του θα τον περίμενε άδεια, αφού αυτός που καθόταν πριν θα σηκωνόταν διακριτικά και δήθεν αδιάφορα, για να μην φανεί η ήττα του, ή θα πήγαινε ο ίδιος και με το βλέμμα του θα τον ανάγκαζε να σηκωθεί.

Αλλά και όταν καθόταν στη θέση του, Δεν μπορούσες να πάρεις πρωτοβουλία και να υποδείξεις εσύ το χρόνο έναρξης της όλης διαδικασίας για την παρασκευή του καφέ του. Κάποια πράγματα έχουν τους δικούς τους κανόνες, τους δικούς τους κώδικες. Μιλάμε για ιεροτελεστία. Γι΄ αυτό και το μπρίκι δεν μπορούσε να μπει στη φωτιά, πριν καθήσει ο μπάρμπας και πριν παραγγείλει ο ίδιος. Η όλη διαδικασία ξεκινούσε, με την εντολή του... «χτύπα τον!», αφού πρώτα θα έβγαζε από τη δεξιά του τσέπη το ακριβές αντίτμο, το ποίο και θα ακουμπούσε πάνω στο τραπέζι. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινούσε και η αγωνία του τεχνίτη.... πόσο νερό, πόσο καφέ και πόσο ζάχαρη; Γιατί πάντα έπρεπε να έχεις στο μυαλό του, τι πρόκειται να ακούσεις μετά την πρώτη γουλιά. Μόνο έτσι θα κατάφερνες να είσαι σωστός καφετζής για τον μπαρμπα Γιώργο. Προσοχή, λοιπόν στο χτύπημα, προσοχή στη βράση και πάνω απ’ όλα προσοχή στο άδειασμα του καφέ στο φλυτζάνι. Μετά ακολουθούσε και το σερβίρισμα.... όχι κουλουράκι! Ο καφές πρέπει να πίνεται ασυνόδευτος. Μόνο έτσι τον καταλαβαίνεις. Ο,τιδήποτε άλλο χαλάει τη γεύση του και την απόλαυσή του. Και τα σχόλια καθημερινά... Πάλι τον έκαψες; ... Δεν τον πρόλαβες! .... Α! Μια χαρά, σήμερα! ... καφές είναι τούτος εδώ ή χορτάρι! ... Αυτός είναι καφές! ... τον πέτυχες! Χαλάλι σου! Μια λαδάτη, μια ξυδάτη... έτσι σε πήγαινε ο μπάρμπας. Ποτέ δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος για το τι είχες φτιάξει. Πότε δεν θα ήσουν βέβαιος ότι τελικά μπορείς να αποκαλείς τον εαυτό σου τέλειο καφετζή. Γιατί, όλοι οι άλλοι δε σου έλεγαν ποτέ κάτι για το καφέ που τους έφτιαξες. Ο μπάρμπας, όμως δεν ήταν ποτέ διακριτικός και ποτέ δε θα σου χαριζόταν, αν κάτι δεν του πήγαινε. Παραπονιόταν και δυσανασχετούσε εύκολα. Η σκέψη του ήταν συνδεδεμένη απόλυτα με τη γλώσσα του. Άμεση η απόκρισή του σε ό,τι άκουγε, σε ό,τι τον ρωτούσαν. Μερικές φορές, νόμιζες ότι η ευγένεια δεν ήταν χαρακτηριστικό του. Γι’ αυτό και η προσβολή που μπορεί να δεχόσουν από αυτόν, έχανε το ηθικό της βάρος. Ίσως γιατί είχες πείσει τον εαυτό σου ότι ανήκεις στους ανθρώπους που ο μπάρμπας είχε αποφασίσει πια για τα αισθήματά του για σένα. Άρα περιττή η οποιαδήποτε προσπάθεια να τον κερδίσεις. Χαμένος κόπος!

Λίγα τα λόγια του, λίγες οι κινήσεις του, πολλές οι ματιές και οι σκέψεις του. Απέναντι στην αναμένη τηλεόραση, θα τον έβρισκες πάντα επικριτικό. Οι «ξεβράκωτες» του προκαλούσαν αηδία, οι «λελέδες» απέχθεια. Το να μην προσέχεις το ντύσιμό σου, το θεωρούσε προσβολή. Κι αυτό μπορούσες να το καταλάβεις από τον τρόπο που ντυνόταν και αυτός. Πάντα προσεγμένος και καθαρός. Ακόμα και για την εμφανισή του στο καφενείο, θα έλεγε κανείς ότι πριν βγει από το σπίτι του, έλεγχε το τι θα φορέσει και αν αυτό θα τον προστέτευε από την οποιαδήποτε κακή κριτική από τους άλλους. Γι’ αυτό και όταν έμπαινε καμιά παρέα κοριτσιών ή αγοριών, για να ξεδιψάσουν ή να πάρουν κάποιο αναψυχτικό, ο μπάρμπας κάρφωνε τα μάτια πάνω τους και σίγουρα δεν γλίτωναν τα καημένα τα τα παιδιά τα υποτιμητικά σχόλιά του, άλλοτε για τη συμπεριφορά τους και άλλοτε για την περιβολή τους. Ο μπάρμπας θεωρούσε ότι η εποχή μας έχει διαφθείρει τη νεολαία και έχει αλλάξει τα ήθη. Και σε αυτό το θέμα δε σήκωνε κουβέντα, όσο κι αν προσπαθούσες να τον πείσεις ότι ο κόσμος αλλάζει και ότι οι αλλαγές αυτές έχουν και τα θετικά τους. Ήταν κάθετος.

Κι όταν ο καφές τελείωνε, θα ακολουθούσε πάντα η πασιέτζα... για να περάσει η ώρα. Στα απένανι τραπέζια, οι υπόλοιποι – φίλοι και εχθροί – με τις δικές τους πασιέτζες, με τις δικές τους προοδοκίες στα χέρια. Πρώτη... δεύτερη... τρίτη... ίσως και τέταρτη... για να βγει κάποια μέχρι το τέλος. Κι αν δεν έβγαινε καμία... τότε θα πετούσε τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι και με βηματισμό που έδειχνε τον εκνευρισμό του θα έβγαινε στο μπαλκόνι και θα καθόταν και πάλι στη συγκεκριμένη καρέκλα και στο συγκεκριμένο σημείο... μακριά από τα ρεύματα του αέρα που θα μπορούσαν να του δημιουργήσουν κάποιο πρόβλημα υγείας και να τον ρίξουν στο κρεβάτι. Σε εκείνη τη θέση θα καθόταν μέχρι τις πέντε. Μετά θα επέστρεφε στο εσωτερικό του καφενείου. Ακόμα και όταν ήταν καλοκαίρι, δε θα έμενε έξω. Θα καθόταν και πάλι στη θέση του και θα σου έκανε νόημα να του ετοιμάσεις το ουζάκι του. Αλλά και πάλι θα έπρεπε να προσέξεις στο θέμα του σερβιρίσματος. Έπρεπε να έχει τόσο πάγο, ώστε να μη χάσει ούτε τη σπιρτάδα του και τη γεύση του, ούτε όμως να μην έχει τη δροσιά που πρέπει να έχει. Δύσκολη στιγμή κι αυτή για τον καφετζή μέχρι να μετρήσει τη σωστή δόση του ούζου και το μέγεθος του πάγου. Τρία κομματάκια φέτα σε ένα πιατελάκι και κατευθείαν στο τραπέζι, περιμένοντας πάντα το θετικό ή το αρνητικό σχόλιο του μπάρμπα... – πάλι ζεστό είναι! ... Α! ωραίο που είναι το άτιμο! ...  τυρί είναι αυτό ή ασβέστης;

Λίγες ματιές ακόμα στην τηλεόραση, μερικά ακόμα σχόλια για τον ξεπεσμό του σύγχρονου ανθρώπου, την εξαφίνιση του σεβασμού και της αξιοπρέπειας και επιστροφή πάλι σε μια σιωπή παράξενη και αξιοπερίεργη. Λες και ταξίδευε σε άλλες εποχές, λες και ο κόσμος του γυρνούσε προς τα μέσα του. Το καταλάβαινες, γιατί οι κουβέντες του απευθύνονταν σε άλλα πρόσωπα, που δεν γνώριζες, σε καταστάσεις που δεν ήξερες πότε είχαν συμβεί. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που έπρεπε να βρεις τον τρόπο να τον ακολουθείς σε αυτά του τα πισωγυρίσματα, για να μην τον κακοκαρδίσεις. Κι αυτό για λίγο χρονο ακόμα, μιας και σε λίγο θα έπρεπε να πάρει το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του...

Αυτός ήταν ο μπαρμπα-Γιώργος ... από τις τρεισήμισι μέχρι τις πεντέμισι.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Το σώμα γυμνό

Το σώμα γυμνό… χωρίς πανοπλία…
ευάλωτο στα χέρια τους πάντα
Απροστάτευτο στα σάλια των σαλιγκαριών
που κυκλοφορούν άξαφνα - μετά τη βροχή -

Δίχως φρουρούς στέκεται στο γεφύρι πίσω απ΄ τα ευκάλυπτα…
Και μόνο μια μυρωδιά μαστίχας φράουλας
προσπαθεί να σώσει
την ανάσα που σβήνει.

Οι νύχτες είναι πάντα γεμάτη σκιές,
άχρηστα βλέμματα,
αγγίγματα χωρίς ζωή…

Συνέχεια στ’ αυτιά
εκείνο το κράξιμο της καλιακούδας,
Το τρίξιμο της σκουριασμένης πια σιδερένιας πόρτας,
Της τσάπας που συνεχίζει το σκάψιμο
της αιώνιας τάφρου…

Το σώμα γυμνό…
απέναντι σε εκείνα τα αγάλματα
που τα σιγοτρώει η μούχλα…

Κάπου κάπου ακουμπά στους τοίχους
του παλιού σχολείου
Και γεμίζει από σκόνη,

Σεργιανά στα σοκάκια
των παλιών παιχνιδιών
Και γεμίζει από λάσπες,

Κοιτάζει κρυφά
απ΄ τα παράθυρα των φρικτών δωματίων
Και ματώνουν τα μάτια του…

Ευτυχώς που δεν παγώνουν τα δάχτυλα! 

Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Ο ποιητής κι η ποίηση


Ο ποιητής δεν έχει όρια, ούτε δεσμά, 
ούτε παύσεις -ποτέ -.

Ο ποιητής ξεκινά από το άπειρο 
για να φτάσει στο άπειρο,


μάτια πολλά, αυτιά πολλά και μύτες οπλισμένος 
γυρνά ζητιάνος μες τον κόσμο,

μαζεύει γύρη μαγική και μέσα του την κρύβει... 
για ώρες... για μέρες και για χρόνια...

όσο ν΄ αλλάξει ο ρυθμός της μουσικής ανάσας

κι ώσπου να αποφασίσει η ψυχή 
να κάνει το ταξίδι της για το δικό της σύμπαν.

Ο ποιητής πια έχει αποκτήσει νέο σώμα και το μυαλό του 
φυτεύει στη γλώσσα του λέξεις καινούριες

- μπορεί κι αλλόκοτες για κάποιους άλλους - .

Μ΄ αυτή τη νέα πανοπλία βγαίνει μπροστά... 
κι ας του θερίζει τα γόνατα ο φόβος,

μήπως και χάσει τη δύναμη που έχει κατακτήσει,

μήπως και χάσει τη φρεσκάδα του προσώπου του,

μήπως και δεν ακούσει ο κόσμος,

μήπως τον ρίξουν στα σκυλιά τα πεινασμένα,

μήπως ο φθόνος των ανθρώπων υπερνικήσει την αγάπη....

Ο ποιητής ξέρει να γίνεται πουλί 
και να πετά στα ουράνια,

ξέρει να γίνεται λουλούδι, άνεμος, φωτιά, 
ακόμα και παντιέρα...

σύννεφο θες - αυτός μπορεί να γίνει - να φέρει τη βροχή της ευτυχίας, 
της ξεγνοιασιάς, της λύτρωσης,

μυρωδάτο το λεμόνι που κυλάει 
πάνω στο μάρμαρο,

ξέρει την σαπισμένη πλευρά του τοίχου 
να περνά με χρώμα φωτεινό,

ξέρει και θέλει να γλυκομιλάει στα σκοτωμένα εφηβικά μας όνειρα,
ξέρει να βρίσκει την αρετή του κόσμου,

να την σηκώνει κάπου ψηλά 
για να την βλέπουν και οι άλλοι...

Σ΄ αυτό στοχεύει η γραφίδα του,
σ΄ αυτό ελπίζει το μαυλό του ....

γι΄ αυτό και μια ζωή παλεύει με τους φόβους!

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

Η πανήγυρις



Ο χώρος ήτον ανοικτός, * λόγω φυλλοβολίας
Και ο χειμών ήτο γλυκύς * μετά πολλής ευδίας.

Είδα κ’ εφέρασιν σκαμνιά, * οι κόμητες να κάτσουν,
Ομάδιν και οι αυλικοί, * γλυκά για να χορτάσουν.

Διαβαστικά ειπώθηκαν * κ΄ η κόμισσα κανύζει,
Οκαί αρχίση ο χορός, * όπως αυτή ορίζει.

Κι εις μέσον εκαθίζετο, * απάσης αφεντίας
Και κατουμίζουσα επαρκώς * δίδει παραγγελίας.

Κ΄ εδώκασιν τα βούκινα * και τα παιγνίδια ΄παίξαν
Κ΄ ο κόσμος εσταμάτησαν * ως είδαν κ΄ εδιαλέξαν.

Εκεί ΄δα νέους και λυγερές, * άνδρες και παλληκάρια
Ωγιά να στήσουν ορχησιά * και καταλόι αράδα.

Κι οι υποταγές εσπούδαζον * προς πάσα οικονομίαν,
Μα οι κόμητες είχον τον νου * εις τη δική τους χρείαν.

Κι ενώ οι νέοι ηγάλλουντο * κι οι κόρες εγελούσαν,
μετά μεγίστης χάριτος * εις τον χορόν κρατούσαν,

Η αφεντιά τούς άπειχε * και μόνο συντυχούσε
Κι ο λογισμός της μίσευγε, * τον δρόμο εστοχούσε.

Οκαί σαν έσωνε ο χορός, * δ’ εσηκώναν τ΄ ομμμάτιν
Αλλ΄εις του κόσμου το ένταλμα,* ορέγοντο εις μάτην.

Πολύθλιβος η ομάδα τους, * περίλυπος κι η σκόλη,
Όντε πλεοτέριν θέλουσι, * να τους θαυμάζουν όλοι.

Ογόι, κόσμε, δε θωρείς * πως σένανε κομπώνουν,
Και την υπεριψία τους * θέλουσιν να πιστώνουν;

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Περί έρωτος



Ερωτικός ο ποιητής φύσει και τέχνῃ.

Πολλές φορές νιώθει παρείσακτος,
καθώς οι άλλοι ανέχονται απλώς τας ερωτικάς του προτιμήσεις.

Πολλές φορές στην κάμαρη κλεισμένος
Απολαμβάνει εκεί τον έρωτα με τον δικό του τρόπο. 


Το ποίημα γίνεται φωνή, ιαχή και προμαχώνας.

Μες την αχλή της μνήμης οι αναμνήσεις
από της νεότητας το πάθος

– βάσανος ίσως πιο σωστά ας ειπωθεί – .

Μες το σκοτάδι αρχίζει να μιλάει.

Καλεί το σώμα την ηδονή να θυμηθεί,
πώς έτρεχε στο στρώμα να ξαπλώσει.

Τις ματαιώσεις δεν τις ξέχασε.
Η φαντασία του καλά τις έχει μες το νου του...

Μα κάθε βράδυ επιμένει και φωνάζει :

«Επέστρεψε αγαπημένη αίσθηση,
επέστρεψε κοντά... και παίρνε με!»
Η ορμή δεν σταματά.
Απλά το γήρας το σώμα σακατεύει.

Όλα μες την ψυχή ανάγκη γίνονται
και βρίσκουν τελικά το δρόμο στο χαρτί...

«Σώμα, ξύπνα τη μνήμη σου,
Δέρμα, θυμήσου τ΄ άγγιγμα,
Χείλη το φίλημα φέρε στο νου,
Αίμα τρέξε ξανά μέσα στις φλέβες...»

Εν φαντασίᾳ όλα ιδανικά κι εξαίσια.

Όπως οι εικόνες που μιλούν μπροστά στα μάτια.

Μες το λαβύρινθο γυρνάει ο έρωτας.
Γι΄ αυτό και δεν τον βρίσκει ξέγνιαστο.

Είναι πολλές οι διαδρομές
και το μυαλό θολώνει μπροστά σε τόσους πειρασμούς.

Μα η Τέχνη πάντα συγχωρεί
κι αγιάζει κάθε σκέψη
 - όσο αιχρή κι αν είναι - .

Έχει ένα τρόπο μαγικό, μοναδικό
που ξέρει τον ποιητή να παίρνει,
και να τον βγάζει απ΄ την ντροπή,
και να τον κάνει της ηδονής ανδρείο.

Ο ποιητής ξέρει να περπατάει στο χώρο και το χρόνο,
ξέρει να συγκινείται στου δυνατού του ερωτα το άκουσμα,
ξέρει να ολοκληρώνει αυτό που τον ξεπέρασε
- το ανεκπλήρωτο είναι γι τους ανθρώπους - .

Είτε Σεπτέμβρης που περνά, είτε Δεκέμβρης,
ο ποιητής κοντά του έχει την πένα του.

Κι όταν πεινάσει,
στρώνει τραπέζι με χαρτί κι εκεί απλώνει...

τα χείλη και τα σώματα που πόθησε

που η δειλία δεν τον άφησαν ν΄ αγγίξει,
μα η τόλμη του μυαλού και η ψυχή,
η φαντασία κι ο λόγος
γνωρίζουν πια...

την πείνα να χορταίνουν,
καθώς ο νους για μια φορά ακόμα
την εμορφιά που ατένισε παλιά
μέσα στην Τέχνη τώρα πια κομίζει.

Ο ποιητής είναι εδώ
και πάντα ερωτευμένος!

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Ο γέρος


O θάνατος με γέλασε

και μ΄ άφησε μονάχο

στο σπίτι μέσα δυστυχή

δίχως παιδιά πια να΄ χω,

δίχως το πάθος της ζωής

το βλέμμα να φωτίζει,

το σώμα να δροσίζει,

μ΄ αθάνατη ζωή.


Η καταχνιά με πλάκωσε

και μ΄ έκανε κομμάτια,

μου πήρε τη γυναίκα μου,

μου μάρανε τα μάτια,

δίχως η γλύκα της ζωής

τα χέρια να γεμίζει, 

το στόμα να ταΐζει

μ΄ αιώνια πνοή.


Όλα φαντάζουν άψυχα

κι άλλη ζωή δεν έχουν,

όλα γινήκανε καπνός

κι από το φως απέχουν,

η γλύκα και το πάθος μου

απ΄ τη ζωή χωρίζουν, 

στο χάρο με χαρίζουν

ανήμπορο πουλί!