ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Μόνος

Σε ποιους χώρους
να απλώσω
τα ρούχα που ματώνουν;

Σε ποια στιγμή
να ξαλαφρώσω
την καρδιά που βαραίνει;

Μόνος
εγώ κι η μοναξιά μου πλάι
σ' αυτή την πορεία έξω από τα όρια μου

Μόνος
εγώ κι η φτώχεια μου κοντά μου
που όσο πάει και πλουτίζει!

Το κέντημα

Πέντε γυναίκες κέντησαν
εκείνο το σημείο
που η ζωή μου
αλλού ακουμπάει
και προσφέρεται στο τέλος της।

Σχεδόν θεϊκή μορφή
που τρέχει
πάνω στις μπερδεμένες παρηχήσεις του θανάτου
που αγγίζει τη ζεστή πνοή
σε κάθε γύρισμα
που τρέμει την κρύα ατμοόσφαιρα
στο άλλο
που απλώνεται σιγά σιγά
και καλύπτει τα πάντα...
ακόμα και τις σκέψεις
για πιο λευκοντυμένες χήρες...

Η άνεση... το όπλο μου!

Στη ζωή μου στερήθηκα τόσα πολλά!

Ακόμα κι αυτή τη στιγμή
είναι τόσο δύσκολο να το δεχτώ...
κι αδυνατώ να βρω τρόπους για ν' αποκτήσω τρόπους...

Μέσα μου μάχομαι
μ' εκείνους τους πολλούς εχθρούς
που ο καθένας κρατά στο χέρι του
ένα από 'κείνα τα πολλά!

Κι είναι τόσοι πολλοί
κι εγώ ακόμα τόσο αδύναμος και μικρός...

μόνο μ' ένα χαμόγελο για κάλυψη
μόνο με ένα βλέμμα για αλήθεια...

η άνεση... το όπλο μου!

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Τι χα - ρά!

Μερικά βή - μα - τα
και βγήκε απ' τον κόσμο...
τι χα - ρά!
έγιναν τα δάκτυλα ένα παιχνίδι
και το σακάκι πετάχτηκε στον ήλιο!

Κι ήρθε και με βρήκε ανάσκελα
τι χα - ρά!
μέσα στα σύννεφα τα μάτια ένα παιχνίδι
και το κορμί μου χόρεψε στον άνεμο!

Στ' ανεπιθύμητα... με ανεκτίμητα

Μένοντας κάπου ανεπιθύμητα...

- κλείνω τα μάτια μου τα δυο
και μες το χρόνο τριγυρνώ

στους ήχους μέσα τους παλιούς
τους περασμένους τους αυλούς

πίσω στην πλάκα της αυλής
που' πεφτε κλάμα της βροχής

που κι ο κισσός σερνόταν ως την πόρτα
για να γευτεί τη ζηλευτή τη νότα

μέσα στις νύχτες τις πολλές
που' τανε κόκκινες κι αυτές

μέσα στο τρέμουλο στα άκρα
που' φερνε πάθος μες την σάρκα -

...έχοντας πλάι μου ωστόσο τα ανεκτίμητα...

Τότε...

Όλα γύρω έχουν μια ηρεμία...
τα μάτια μου όμως δύσκολα ν' ακολουθήσουν
τους άλλους στο μεσημεριανό ύπνο...
πετούν μέσα στο θάλαμο και ζητούν οράματα του τότε...
- πιστά στη θύμηση
- που σταματούν το χρόνο και ξεραίνουν τα χείλη
- που σε κάνουν να απλώνεις τα χέρια και να πιάνεις την Άνοιξη
- που σε κάνουν να βγάζεις τα ρούχα και να πέφτεις στη θάλασσα
- που σε κάνουν να αφήνεις τα πόδια γυμνά κι ας σου καίει τις πατούσες η κάψα του ήλιου

Το θέμα.... καταρρέει!

Τα πόδια τρέξανε - γυμνά -
στον καυτερό το δρόμο πάνω
σαν θέλησαν να βρουν τις σκέψεις,
να δουν έχσαν τα γιορτινά τους υποδήματα
- εκείνα τα μεγάλα τα κατακόκκινα παπούτσια -
που δόθηκαν μια μέρα - τυλιγμένα -
μες σε χαρτί πεσμένων φύλλων...

... και άρπαξαν στο πεζοδρόμιο το πρώτο
την άκρη μιας βιτρίνας
μα δάκρυσαν σαν είδαν στο γυαλί
τη γύμνια των δακτύλων।

Κι οι σκέψεις έμειναν βουβές
σαν το χαρτί δίχως μελάνι
και οι γραμμές χαμένες...

... το θέμα... καταρρέει!

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Μου αρκεί

Ανάβω τσιγάρο
κι έρχομαι δίπλα...
κορμιά σκορπισμένα τριγύρω,
μα εγώ δίχως γεύση...
ξαπλώνω στη μέση και μόνος
μακριά
- όχι απ' τον κόσμο,
αλλά από το ίδιο το σώμα μου...

Βουβός, σιωπηλός και ακίνητος
με τα κόκαλα κομμάτια που σπάζουν κι ακούγονται,
με μυαλό σαστισμένο στη χαρά που ματώνει,

αλλά κι ένα όνειρο που φτάνει με παρέα την ελπίδα...
.........................

Στου κλουβιού μου τον τοίχο χαράζω άλλη μία στιγμή
κι ηρεμώ,
και ας ήταν το όνειρο σύντομο!

Μου αρκεί που με βγάζει ψηλά στον ουρανό
- κι ακόμα πιο πάνω....

Δε φταίω εγώ!

Κι αν ξέμεινες στους πρόποδες
- δε φταίω εγώ -
αλλά εσύ που πούλησες
τις ακριβές σου μπότες...

Κι αν στάθηκες στο δρόμο
- δε φταίω εγώ -
αλλά εσύ που έχασες
της πόρτας το κλειδί...

Και αν ξεχάστηκες μέσα στον ύπνο
- δε φταίω εγώ -
αλλά εσύ δεν άκουσες
το χτύπο της καμπάνας...

Κι εγώ δε φταίω...
γιατί εγώ σου χάρισα τις ακριβές τις μπότες,
γιατί εγώ σου έδωσε εκείνο το κλειδί,
γιατί εγώ σου έμαθα το χτύπο της καμπάνας...

μα εσύ τα περιφρόνησες!

Στα δύσκολα

Ο χρόνος και πάλι στο κύριο μέρος του λόγου
- στα δύσκολα -
και πάλι στη μέση της γεμάτης σκηνής।

Τα χέρια πάλι ζαρωμένα δείχνουν την έλλειψη
- στα δύσκολα -
και πάλι κλαμένο το πρόσωπο δηλώνει το πάθος
- στα δύσκολα -

Τα λόγια πεζά δίχως αίμα, τυπικά εδώ και καιρό
- στα δύσκολα -
και μόνο πάλι μια λέξη αστέρι μέσα στο χάος
...ζωή।

Η ψυχή ωστόσο βρίσκει διέξοδο
γεμίζει, χορταίνει κι ουρλιάζει και πάλι
- στα δύσκολα -
πιάνει το βαθύ το νόημα κι η διάθεση αλλάζει
δεμένη σε κόμπο κοντά στην καρδιά
- ας είναι -

Άλλη μια φιάλη οξυγόνου
εδώ μέσα - στα δύσκολα - ...

Μπροστά στο μεσοτείχι

Κρύο στην αυλή με τις λιγοστές τις γλάστρες
λίγα και τα πράσινα φύλλα στα δένδρα του δρόμου,
ανάλαφρες εικόνες γυρνούν στη μνήμη
και παίζουν κρυφτό
μπροστά στο μεσοτείχι των ματιών μου...

Κρύο στο σπίτι με τα λιγόστα έπιπλα
λίγα και τα κόκκινα άνθη στα κλαδιά των ρόδων,
φοβισμένες φωνές γυρνούν στην καρδιά
και παίζουν κυνηγητό
μπροστά στο μεσοτείχι των χειλιών μου...

Άλλος ένας φόβος

Την ώρα που όλα χάνονται
μέσ' το σκοτάδι της γνωστής κάμαρας
και τα χιόνια που σκεπάζουν το συναίσθημα
γυαλίζει μπροστά στη γεμάτη σελήνη,

δύο μάτια μπροστά στον καθρέφτη
δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος
που φορτώνει στους ώμους η ταπεινή ηδονή!

Τότε κλείνουν αμέσως
και ελπίζουν η εικόνα να μείνει αόρατη,
και το σώμα σε θέση κυρτή
να περάσουν ανώδυνα
απ' το κεφάλι επάνω τα φτωχά τα οράματα,
μην ποτίσουν το μυαλό και χαθεί το αγνό παραμύθι.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Μόνος


Το φως ημιθανές
και η πόρτα πάλι κρυώνει...
Η μέρα μόλις κοιμήθηκε
κι Εγώ στριμωγμένος στην πρώτη γωνία της।

Μόνος - εδώ και καιρό -
παίζω με τον μόνο φίλο που έχω - τον εαυτό μου
- τον βάζω απέναντι να κάνει τη σκιά πάνω στον τοίχο
- τον βλέπω να σκύβει και ν' ακολουθεί το μυρμήγκι μέχρι εκεί που στρίβει στο χάος
- τον ξαπλώνω στο κρεβάτι να ζεστάνει το στρώμα।

Η νύχτα έχει έρθει
κι Εγώ αγκαλιασμένος με την πρώτη αγωνία της।

Μόνος - εδώ και καιρό -
συνεχίζω να παίζω με τον μόνο φίλο που έχω - τον εαυτό μου...

Πώς τολμώ;




Στη μεγάλη λεωφόρο της ζωής...
πώς τολμώ να γυρίζω το βλέμμα
και να ψάχνω ταξίδια στα παλιά εμιράτα της νύχτας;
πώς τολμώ να οδηγώ το σώμα
εκεί που ποτέ του δε έμεινε σταθερό στην ιδέα;

Στη μεγάλη λεωφόρο της ζωής...
πώς τολμώ να ζητώ τη δροσιά μίας μπόρας που περνάει και χάνεται;
πώς τολμώ να ξεχνάω την ψυχή που έχει πια αγαπήσει...

το τύπο που περνάει κάθε στιγμή από μπροστά μου
με το μαύρο μακρύ του μαλλί
και το μαύρο παλτό!

Κορμί










Στο σκοτεινό στρώμα
κορμί από σκληρόδενδρο
και με πνοή ζεστή
κείτεται σκεπασμένο ως τα βλέφαρα
και με τα χέρια γαντζωμένα στα σεντόνια
δένει τα πόδια του
σφίγγει τα δόντια του
και φωνάζει στο φως που πλησιάζει
να φύγει।

Τώρα....

Στο σκοτεινό το στρώμα
κορμί από μαστίχα
και με πνοή ξερή
κοιμάται σκεπασμένο ως το λαιμό
και με τα χέρια χαλαρά
λύνει τα πόδια του
ξεσφίγγει τα δόντια του
και πέφτει στον κόσμο της ομίχλης
να γευτεί τη λάμψη που' είχε διώξει!

Άδικος κόπος




Έτρεξες στο στρώμα
με ορμή

ήθελες να βρεις - όσο πιο γρήγορα γινόταν -
το όνειρο που πλάγιαζε κοντά σου

και μες το νου σου άφησες
να τρέξει λίγος χρόνος
για να προλάβεις...
την ιδανική στιγμή
της ηδονής...

όμως δε βρήκες παρά
πόδια γυμνά και κρύα
και
μια πλάτη λευκή στραμμένη
προς τον ήλιο...

βρήκες το μάτι να γυρνάει μες το χώρο
σαν ηλίθιο
μιας και το όνειρο κάπου μες τα σεντόνια
μπλέχτηκε...

τελικά άδικος κόπος...

όλα καλά
μονάχα εκεί έξω
κι όλα χαμένα εκεί μέσα!

Δυνατός και μεγάλος ήρωας






















"Δυνατός και μεγάλος ήρωας"
με ιδανική φωνή έρχεσαι
στο σκοτάδι μέσα της νύχτας।

Έρχεσαι ζωντανός στις κινήσεις
θερμός στις σκέψεις...

και μαζί σου
όλες οι τύχες του κόσμου,
αυτές που κυνήγησες - λίγο
αυτές που κατέκτησες
αυτές που συχάθηκες...

- όλες μαζί σου
κάθε στιγμή που βγαίνουν οι γυμνολαίμηδες
και τραγουδάνε
και χορεύουν।

Έρχεσαι δάσκαλος στις κινήσεις του σώματος
κήρυκας στις σκέψεις του μυαλού
και φωνάζεις :
"Βάσταξε!...."

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Χαμόγελα γλυκά




Χαμόγελα γλυκά
στα τρυγημένα κλήματα...

καρδιά γεμάτη τόλμη, δύναμη κι αγάπη
ακόμα και για κείνους που χαλούσαν τη σειρά
- ακόμα και για κείνους -

μέσα σε μια ψυχή που δε ζήτησε ποτέ της
κανέναν να πληγώσει
μα να χαρεί μονάχα θέλησε τη μεθυσμένη νίκη της
- μονάχα -

Σε θυμήθηκα!




Σαν πήρα
το άσπρο το δελφίνι

και πέρασα
στην από εκεί την όχθη

- γεμάτος αγριολούλουδα στα χέρια

κομμένα από τον κήπο των ονείρων μου -

σε θυμήθηκα!

Στο "γύρω γύρω"





Στο "γύρω γύρω" των γυμνών δοκών
όλα μαραζώνουν
σαν τα μαγαζιά της Κυριακής
μπροστά στο ανύπαρκτο ωράριο।

Στο "γύρω γύρω" των γυμνών δοκών
όλα ερημώνουν
σαν τις χαρές τις παιδικές
μπροστά στον ερχομό του κρύου।

Στο "γύρω γύρω" των γυμνών δοκών
όλα νεκρώνουν
σαν την καρδιά των λουλουδιών
μπρος το βασίλεμα του ήλιου।

Και πάντα στο "γύρω γύρω" των γυμνών δοκών

κάθε κόκκος και μια θύελλα
κάθε σπυρί μια πείνα!

Η σύγχυση


















Και πάλι οι Ώρες μπροστά μου
χορεύουν προκλητικά
με τις γλυκιές τους τις κόρες αντάμα
που' χουν τα στήθια γυμνά!

- Τραγικής ειρωνείας σκηνή
που κυλά σ' εποχή λανθαμένη
και προσφέρει μόνο σύγχυση -

μιας και δυστυχώς μακριά
και κοντά μοναχά κοράκων φωνές
και η βέργα να τσούζει τα αυτιά μου!

Έλα!

Έλα να παίξουμε στο παραμύθι της στιγμής...

έλα να τρέξουμε κι ας μπλέξουμε
κι ας ξεχαστούμε...
πως τούτη η νύχτα μας στερεί τα βέλτιστα!

Έλα να κάνουμε παρέα στη μοναξιά μας...

έλα να γονατίσουμε και να ευχηθούμε
κι ας φανταστούμε...
πως μόνο το όνειρο θα μας προσφέρει τα βέλτιστα!

Έλα μαζί μου,
καβάλα στο καινούριο μου ποδήλατο
που ανεβαίνει στον ουρανό
και μεταφέρει τη στιγμή στ' αστέρια...

Έλα να δούμε από ψηλά τι αξίζει η ζωή
κι ας είναι παραμύθι!

από κάθε νυχτέρι




το νευρικό τρεμούλιασμα
του απαλού κορμιού
το ανήσυχο βλέμμα
των αστραφτερών ματιών
το βιαστικό φιλί
των φοβισμένων χειλιών

όλα μαζεμένα
μέσα
στην σκοτεινή αποθήκη της Μνήμης

σχεδιάζουν
εδώ κι εκεί
πάνω στη σκοτεινή μάντρα
που περνώ κάθε βράδυ
σκιές γνωστές
από κάθε νυχτέρι

"Ωδή" για τον "Πρώτο"

Εδώ πέρα εις την Ρόδον
σ' έναν χώρο εγκλωβισμένοι
τη ζωή μας με τον δόλον
την κρατάν φυλακισμένη।

Κι ο αφέντης στο κονάκι
ενώ οι δούλοι στο χαντάκι
τη δουλειά τους δεν 'κτιμάει
μα τα κόπια τους ζητάει।

Και φωνάζει "διοικώ"
με την έννοια του "αδικώ"
κι όλο λέει "εγώ διατάζω"
που σημαίνει "ατιμάζω"।
Λέει επίσης δυνατά
πως τον άσσο αυτός κρατά
κι όποιον θέλει τον πατάσσει
στην αναφορά σαν φτάσει।

Λέει ακόμα πως φροντίζει
την τροφή για τον φαντάρο
μα με άλλους κανονίζει
να κρατάνε το καπάρο।

Και διατάζει "αφθονία"
τη φιγούρα του να κάνει,
ακολούθως την πενία
τη θυμάται και λουφάζει।

Και ζητάει χαιρετούρες
και το πόδι καρφωτό
και δε βλέπει τις καμπούρες
στο δικό του το κορμό।

Οδοιπορικά ξεχνάει
να σου δώσει για Καβάλα
και την έγνοια του κρατάει
για τ' αστέρια τα μεγάλα।

Κι όλοι γύρω οι αρουραίοι
του κρατάνε το φακό
κι ο καθένας του το σάκο
του τον θέτει ανοιχτό।

Και ο χώρος ευκαιρίας
για επίδειξη μανίας
μες σε κράτος ειρωνείας
με στρατό αδυναμίας!

Η διέξοδος

Σταματώ τις κυκλικές κινήσεις
που ορίζει ο κανόνας της Πὐλης
και πέφτω με τα μούτρα σ' αυτό που λατρεύω...

Ο χρόνος είναι σύντομος
και ο χώρος δε μου επιτρέπει αναστήματα
Ο τόπος είναι άγριος
κι οι πηγές είναι άδειες από νάματα...

Μες σε τούτη την κενή και απαίσια ατμόσφαιρα
προσπαθώ να κρατήσω το μυαλό μου ατόφιο...
το μυαλό μου να μείνει καθάριο
και το μάτι μου υγρό - μη θολώσει
και χάσω τα αμάραντα ρόδα
που μου δείχνουν το δρόμο
της δικής μου της Ποίησης।

Η οριστική έξοδος

Συγκινήσεις μεγάλες
την ώρα της οριστικής εξόδου
- άλλης μιας απ' τις πολλές που θα ταράξουν -
τα χέρια τρέμουν σα γυρίζουν το κλειδί της λύτρωσης
τα μάτια δεν πιστεύουν στη χρυσή στιγμή
τα πόδια ξεδιπλώνονται διάπλατα πέρα από την πύλη
και μόνο το βλέμμα γυρίζει για λίγο προς τα εντός
με μια άλλη αίσθηση
- σε αυτούς που χαιρετούν -

το τυπικό ξεχνιέται μονομιάς
η προσοχή πια δεν θα χτυπιέται σ' αναξίους
ούτε η υποταγή ξανά στην άμουση φωνή της χαλασμένη σάλπιγγας
το βάρος της σιδερένιας σκέψης μακριά απ' το ζεστό κεφάλι
και οι εξαρτήσεις κρεμασμένες πλάι στο άδειο το κρεβάτι...
όλα αυτά σε μια ομίχλη πεταμένα
σαν ένας μόνο εφιάλτης θα κυλάει που και που
ανάμεσα στο θρόισμα από κλαδιά ευκαλύπτων
που μόνο το άρωμά τους θα επιμένει...

μιας και η δύναμή τους δε θα μπορεί ν' ακολουθήσει
αφού ο νους και η ψυχή ψηλά προς το αστέρι του ήλιου ανεβαίνει
κι εκεί τη δύναμη τους ξαναβρίσκουν και φοράνε...

- την είχανε αρπάξει σαν πέρναγαν την πύλη των βαρβάρων -

Στο κόσμο πια έκθετα...

Νιώθω τον ήχο
σαν βαδίζει και χάνεται
και θέλω να σταματήσω να νιώθω...

κι εσύ ψυχή μου
στο χώμα μη σέρνεσαι
για έναν τόσο ανελέητο πόθο।

Καλύπτω τα μάτια
μη δείχνουν ανόητα
και στρέφω το βλέμμα αντίθετα...

όλα του αύριο
είναι πια αυτονόητα
σαν μένουν στον κόσμο πια έκθετα...

Για μια χούφτα στιγμές






Βγαίνεις στον κόσμο ανάμεσα
και σου δείχνει τα πρέπει σου...

σχίζεις τη μορφή σου ενδιάμεσα
και φορτώνεις με ψέμα την σκέψη σου।

Απ' το λόγο του εξαρτάς τη ζωή
και δε σκέφτεσαι τι κάνει ο ίσκιος σου...

στο ποτήρι του ακουμπάς τη ψυχή
και ξεχνιέσαι στο σκοτάδι ο ήχος σου।

Στη δική του τη λάμψη υποκλίνεσαι
και να μην προδοθεί η υποταγή του ζητάς...

στα δικά του αρμόζει συνέχεια στήνεσαι
και το κύριο ύψος σου στο χώμα πατάς।

Για μια χούφτα στιγμές όλα αυτά
που μπορούσες να βρεις και σε πάγκους ...

αλλά κοίτα τα μάτια σου, αύριο θα είναι καυτά
αφού δένεις συνεχώς το λαιμό σου με σπάγκους!

κι εγώ στο δικό μου το γέμισμα...


Σιωπώ στην κάψα του καλοκαιριού...
το μόνο που ζητώ
- να μείνουν πιστά μεσ' το χρόνο τα μάτια
και οι μνήμες να φωτίζουν το δρόμο
στα πουλιά που φορτώνονται τόσες ευχές
για το αύριο...

η σελήνη πάλι αρχίζει να φαίνεται
κι εγώ στο δικό μου το γέμισμα...

ο ουρανός θα αργήσει ν' ανοίξει

Η λαλιά κομμένη σε χίλια κομμάτια
και τα μάτια μόλις κρατούν το συναίσθημα...

Κι ο χρόνος μεγάλος και μαζί ηττημένος,
αφού η νίκη του μικρή, τραγική εντός των ωρών του...
μονάχη στριμώχνεται σαν πληγωμένη στιγμή
στις λιγοστές ομόκεντρες ρίγες του...

ο ουρανός θα αργήσει ν' ανοίξει...

καλοκαίρι δε μύρισα!

०५। ०७। १९९०
σήμερα άκουσα τα τζιτζίκια
σήμερα είδα τα χελιδόνια
σήμερα ένιωσα το ήλιο καυτό...
κι όμως καλοκαίρι δε μύρισα!

Μ.Ο.Ν.Α.Ξ.Ι.Α. μ' Α.Ν.Τ.Ι.Δ.Ο.Τ.Ο.




Μ
 ένω μονάχα με μια λέξη αγκαλιά

Ο πλισμένη με βαριά πανοπλία,
Ν α φωνάζει το χρόνο για σύμμαχο,
Α ργά αργά να περνά το κατώφλι μου,
Ξ εχασμένες στιγμές προσπαθώντας να δώσει,
Ι δανικές μυρωδιές να σκεπάσει,
Α ποψιλώνοντας τη χλόη του νου μου...

μ'


Α πλώνω το κορμί μου ημίγυμνο,

Ν α στραφεί προς την άλλη τη λέξη,
Τ ην κενότητα αυτή να πληρώσει,
Ι χνηλάτης να γίνει της νύχτας,
Δ ότης του κόκκινου χώματος,
Ο μορφιές ζωντανές να προσφέρει,
Τ ραγουδώντας κομμάτια υπέροχα,
Ο δογέφυρα της ζωής που' χω χάσει.

Χ.Α.Ο.Σ.

Χ άνω το πράσινο του δάσους
Α π' το αίμα μου φεύγει το κόκκινο
Ο ήλιος παύει να είναι χρυσός
Σ τον ουρανό ελλείπει το γαλάζιο...

Μη και...

Χρυσή βροχή
στα μαλλιά σου θα στάξω
και μ' ένα πέπλο
τη μορφή θα σκεπάσω,
μη και σε δουν τα μάτια του ήλιου
και σου δώσουν το χρώμα του μήλου।

Μια πνοή του ανέμου
στο κορμί θα καλέσω
κι ένα τραγούδι
όλο μέλι για σένα θα πλέξω,
μη και σε πλανέψει η ωδή του Ορφέα
και σε τραβήξει η νεανική του η θέα।

Στιγμές σιωπής και γαλήνης
στην ψυχή σου θ' απλώσω
και μ' ένα βέλος
την καρδιά θα καρφώσω,
μη και σε κλέψει η φύση του δάσους
και στερήσει από μένα τους ήχους του πάθους.

Μια ήρεμη νύχτα

Στης σελήνης το άρμα πετάνε χιλιάδες πουλιά,
ελπίδες θερμές στου χρόνου το πέρασμα।

Τα αστέρια που μπαίνουν στ' απλωμένα πανιά,
φωτίζουν γλυκά και διώχνουν το γέρασμα।

Γαλάζια τα όνειρα στα λευκά τα σεντόνια,
γαλάζιες πορείες στο δρόμο της ύπνωσης।

Σαν παιδάκια κρατάμε στα χέρια μπαλόνια,
με ουράνιο τόξο στο δρόμο της λύτρωσης।

Στης γαλήνης το νόμο υπακούουν τα άκρα μας,
κι οι ευχές για το μέλλον με φωνές παιδικές।

Εικόνες αθώες προσφέρουν χαρά μεσ' τα μάτια,
το φως της ημέρας θα τις κάνει σε μας φιλικές।

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Αχ, μάνα!

Η Πηνελόπη κατάκειτη
με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος...

δεν μπορεί να κινήσει τα δάκτυλα
κι οι αράχνες κόβουν βόλτα
στον αργαλειό της...

ένας σκόρος της γελάει
πίσω από την τρύπα που' χει ανοίξει
στο υφαντό που έχει αφήσει...

ένα βλέμμα απροσδιόριστο, χαμένο
ευθεία μπροστά...
μία σκέψη χτυπάει τους τοίχους
και ζητάει μάταια να αγκαλιάσει το θάνατο
που περνάει από δίπλα, αλλά εντέχνως ξεφεύγει - ο άτιμος -...

κι ένα όνομα για όλους που βρίσκονται γύρω της
βγαίνει απ' το στόμα της :"Οδυσσέα!..."

κάπου κάπου ο Τηλέμαχος
πλησιάζει το μέτωπο στα χείλη της
κι ένα άπνοο φιλί ζωγραφίζεται πάνω του
που τον καίει όλη μέρα σαν λέει :
"αχ, μάνα!..."

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Μάνα μου

Κείνη τη μέρα της φυγής
τα μάτια σου με πήραν,
μάνα μου, μάνα της ζωής
και μέσα σου με στείλαν!

Κι είδα τα χρόνια τα παλιά
στα χέρια σου να έχεις,
γλύκα να στάζουν τα μαλλιά
και βάλσαμο να τρέχεις!

Κείνη τη μέρα της φυγής
τα λόγια σου με 'πείσαν,
μάνα μου, μάνα της ζωής
και άνθρωπο μ' εντύσαν!

Μέσα σου

Μέσα στο αίμα σου έμαθα
κολύμπι των κυμάτων,
και μες τα σταρένια σου μαλλιά
κυνήγι των θαυμάτων।

Στην αγκαλιά σου ένιωσα
τη μυρωδιά των κρίνων,
και μες στ' ακροδάκτυλα
τ' ανέμισμα των φύλλων।

Στα μάτια σου εχόρτασα
την αίσθηση ενός δώρου,
μες το λαιμό σου φώλιασα
σα γλάρος του Βοσπόρου।

Μες τη γλυκιά σου την ψυχή
βρήκα την Αφροδίτη,
και μες σ' εκείνο το μυαλό
ένα χρυσό πλανήτη.

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Σαν κείνο της Ελένης!

Μέσ' το σκοτάδι βάλθηκες
να ψάχνεις την αγάπη,
χωρίς να θέλεις πιάστηκες
αιχμάλωτη σε λάθη...

Ώρες μπρος το παράθυρο
να δεις εκείνον μένεις,
όμως το πάθος σου άκαιρο
σαν κείνο της Ελένης!

Στ' όραμα που φαντάστηκες
σαν πέρασμα της σελήνης,
μικρή μου, πώς γελάστηκες,
αφού χαρά δε δίνει...

Χρόνια μέσα στο άπειρο,
εικόνες χίλιες δένεις,
σε ένα κούφιο όνειρο
σαν κείνο της Ελένης!

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Η Μούσα


















Στο πέρασμα της ματιάς
μεσ' απ' τις πευκοβελόνες
μεσ' τους αγέρες που πνέουν και πάνε
φτιάχνω εικόνες που έζησα
στο ταξίδι σαν βγήκα του ήλιου.

Και η Μούσα κοντά μου, πιστή
να προσφέρει στο νου μου
εμπνεύσεις χιλιάδες
να γεμίζω χαρτιά
να τα κάνω σημαίες
στις στροφές που γυρίζει ο ήχος
κι ομορφαίνει τη νύχτα.

Κάθε λέξη γαληνεύει το πνεύμα
χαλαρώνει το σώμα
και το κάνει να ανέχεται
το αγρίμι που ξυπνά
πίσω από τούτη την ένδυση.

Και μένα κι εσένα













Το φεγγάρι στάζει
το κίτρινο χρώμα του
και γεμίζει σιγά σιγά την πληρότητά του

Μ α η ψυχή μου στάζει
το κόκκινο χώμα της
και αδειάζει σιγά σιγά την κενότητά της.

Κι ενώ η σελήνη ζητάει
να φωτίσει τον κόσμο αδιάκριτα
η ψυχή μου ζητά
να κρατήσει κρυφό τον δικό της τον πόθο.

Απόψε που τ' όνειρο μας ταράζει και τους δύο
και μένα
κι εσένα, ουρανέ μου!

Χορός




Χορός...
Λέξη
παλιά, πολύ παλιά,
χωρίς κανείς να ξέρει την ακριβή προέλευσή της.
Λέξη
που ορίζεται στο χώρο και το χρόνο...

Στη μύηση των οπαδών του Διόνυσου,
Στη τρέλα της πανέμορφης Σαλώμης,
Στο θάρρος της γυναίκας του Ζαλόγγου!

Λέξη
που ορίζεται σ’ αυτό που σου προσφέρει !
Σε σέρνει, Σε τρελαίνει,
Σε κλέβει, και Σε στέλνει.
Σε περιβάλλει, Σε μαγεύει!

Λέξη
που δε μπορεί να λειτουργήσει σ’ ένα σώμα!
Σ’ αρπάζει απ’ το χέρι,
Στην αγκαλιά σε βάζει,
Στα μάτια σε καρφώνει!

Λέξη
με δυο ισχυρά φωνήεντα σε κάθε συλλαβή της,
που σαν ηχήσει
όλον τον κόσμο αλλάζει...

Στην άλλη όψη του κόσμου


















Η νύστα ανύπαρκτη
Αν και ο ύπνος έχει ώρες πολλές μακριά

Στη μοναξιά που φτιάχνω τριγύρω μου
Με φώτα σβηστά
Με κεριά αναμμένα
Με σκιές που αχνίζουν στου τοίχου το χρώμα
Με τους ήχους που χαϊδεύουν τ’ αυτιά μου
Με τον καπνό του τσιγάρου στο δικό του χορό

Βγαίνω με πατούσες γυμνές στο μπαλκόνι
Που η υγρασία έχει παγώσει

Κι απόψε

Ατενίζω το βάθος του σκότους
Που μεγαλώνει σαν το παίρνει η θάλασσα
Και το φτάνει απέναντι
Εκεί μακριά στη στεριά

Κοιτάζω επίμονα, ψάχνω καλά
Πίσω απ’ τις πόρτες
Να βρω να φορέσω ένα χαμόγελο
Ίσως αντέξω το κρύο
Που περονιάζει τα οστά μου από την αϋπνία

Σηκώνω τα χέρια
Γονατίζω και ρίχνω το βλέμμα ψηλά
Εκεί που βρίσκω λίγο φως
Κοντά σ’ ένα άστρο

Τεντώνω το λαιμό μέχρι να πονέσει η φλέβα του
Να χτυπήσει το αίμα στο στενό της σημείο
Κι ύστερα μαζεύομαι κουβάρι,
Το κεφάλι στα πόδια
Και τα χέρια γύρω από τα πόδια,
Το αυτί στην καρδιά
Για να ακούσει τη ζωή που μέσα κυλά,
Στην ζεστή ανάσα το στέρνο
Για να νιώσει την πνοή

Κι όλα αυτά τώρα,

Τώρα
Που μπορώ να λέω
Ότι βρίσκομαι στην άλλη όψη του κόσμου!

της ζωής μας το κείμενο

Τόσα χρόνια,
λέξη
να γράψω δεν έβγαινε,
να απλώσω τα ρούχα,
να στείλω σημάδι του πόνου...

Τώρα όμως,
η χαρά με οδηγεί να χαράξω,
η ζωή μού φωνάζει
να γεμίσω με χρώμα το λευκό το χαρτί....

Κι αυτό...
Γιατί εσύ αποτελείς τα γραμμένα,
κάθε σύμφωνο,
κάθε φωνήεν,
ακόμα και το κόμμα,
μα ποτέ την τελεία...

Αυτή είναι ο φόβος μου
και την κρατώ μακριά απ’ τις σειρές μου,
μην τυχόν και κλείσει της ζωή μας το κείμενο...

Αν με ρωτήσει ο Θεός

Αν με ρωτήσει ο Θεός ...

Έτσι απλά... θα πω...
εκείνη η υπέροχη ψυχή

με άφησε και γλίστρησα
μέσ’ τον δικό της κόσμο

με άφησε και λούφαξα
μέσ’ τη δική της αγκαλιά

με άφησε και κοιμήθηκα
μέσ’ το δικό της ύπνο

με άφησε και πλανήθηκα
μέσ’ το δικό της όνειρο

με άφησε και λυτρώθηκα
μέσ’ το δικό της σώμα.!

Έτσι απλά...
...θα πω...
μου χάρισε μια στιγμή και μια ζωή μαζί!

το όνειρο

Ξέρεις, τι θά’θελα αυτή τη στιγμή;
Ένα δίπλό στρώμα.
Κι αυτό στο πάτωμα!
Χωρίς σεντόνια...
Δίπλα μου ένα κοντό τραπεζάκι
και πάνω του ένα αναμμένο κερί...

Εγώ κι εσύ,
μέσα σε ζεστές πυζάμες,
με διπλωμένα τα χέρια ανάμεσα στα πόδια μας
και μια διακριτική δόση μουσικής
– μόνο για μένα και για σένα!

Μάτια κλειστά,
ανοικτό μυαλό
και λίγες εικόνες στους τοίχους
– είναι υπέροχο να φτιάχνεις εικόνες...

Μια βότκα κρύα σε ένα μικρό φαρδύ ποτήρι
και το όνειρο να αρχίζει...

μερικές φορές σκέφτομαι και λέω ότι έχω χάσει πολλά.
Ίσως όμως νά έχω κερδίσει άλλα τόσα πολλά!

Έτσι φεύγω μακριά,
πολύ μακριά και ζω μαζί σου αλλιώς...
κι ας με βασανίζει λίγο,
κι ας με παιδεύει
κι ας με εξουσιάζει!

Πώς μ’ αρέσει να με ζεις,
πόσο μ’ αρέσει!

Ένα τσιγάρο στο σκοτάδι με υπνωτίζει
Και μια σκιά στον τοίχο μου χαρίζει...
Το όνειρο!

Ήρθες

Σαν όνειρο ήρθες,
Εκεί που στρίβει ο δρόμος της ψυχής μου
Και συναντάει το κάλεσμα της Μούσας
Που ακτινοβολεί στον ορίζοντα ντυμένη με ρόδα...

Η νύχτα ήρεμη, ιδανική
Κι ας τη σχίζει ο ήχος της αλυσίδας
Που κρατάει τη δίνη του πάθους...

Ένας σπινθήρας σου αρκεί
Να φωτίσει το σκοτάδι
Να στροβιλίσει τη θάλασσα
Να ξεσηκώσει την αλμύρα
Να ποτίσει τα χείλη λίγο αλάτι
Να σβήσει τη δίψα του κορμιού
Να συντρίψει το φόβο...

Και σαν πυροτέχνημα να βγει τσάρκα στον ουρανό
Να λάμψει για τόσο...
Όσο χρειάζεται,
Για να φτάσει το άστρο
Που είναι έτοιμο να πέσει
Και να δημιουργήσει μια ευχή
Στον κύκλο που κλείνει μέσα του
Τις πιο κρυφές ακτίνες!

Μόνο όταν

Η ζωή
Έχασε τη γλυκιά της τη γεύση
Και το μυαλό πια
Έπιασε πάτο.

Όλα
Έχουν πάρει το δρόμο τους
μα η πορεία
θα είναι υπέροχη
μόνο...
Όταν θα τη χαρακτηρίζει η ασφάλεια.

Η ψυχή
Ούρλιαξε στην οργή της
Και τα μάτια πια
Έξω απ’ τα όρια.

Όλα
κοιτάζουν το στόχο τους
μα η νέα αρχή
θα είναι εξαίσια
μόνο...
Όταν θα τη χαρακτηρίζει η αξιοπρέπεια.

Το μυαλό
γέμισε με σκοτωμένο αίμα
Και το χέρι πια
σταθερά Απλωμένο.

Όλα
έχουν δικαίωμα για αίσια έκβαση
μα ο κόσμος μας
θα λάμψει
μόνο...
Όταν θα τον χαρακτηρίζει η αλήθεια.

Η πορεία

Στη σκιά του φεγγαριού
Κρυβόταν η χαρά του।
Κάτω από τη σκοτεινή συκιά
Ήταν βαριά η ψυχή του।

Χαλούσε ο κόσμος Χρόνια πριν...
Από το φοβερό κυνήγι του
Μέσα στον κήπο το μοιραίο।

Μάταια όπως προσπαθούσε να σταματήσει...
Βουβές ματιές,
Σαν γύριζε από τον τρύγο
Της βάρδιας της δροσερής
- μετά από κάθε του βροχή - τον σκότιζαν τόσο πολύ
που πάλι στο αμπέλι ξαναγύριζε.

Κι έτσι Στον κήπο έμενε
Περιτριγυρισμένο
Από χιλιάδες μάτια....
Αλλήθωρα βλέμματα
Κατασκευασμένα Από παλιά εξαρτήματα।


Σ' ένα θέατρο Κωμωδία μαζί και δράμα...
Κι αυτό
Πρόσωπο κουκλίστικο
Μέσ’ τη μεγάλη την παράσταση του τσίρκου।

Κλόουν
Που έκανε πολλά για να γελούν οι άλλοι
και να χειροκροτούν τ’ αστείο νούμερο της πίστας...
μα πού’ χε
πάντα στο μάγουλο ζωγραφισμένο ένα ζεστό δάκρυ.

Και από κει έψαχνε πάντοτε
Τον καθαρό ουρανό

Μα πάντα...
Μια μπόρα μεγάλη, φοβερή ξέσπαγε
τη στιγμή που στο γλυκό το πρωινό
άκουγε το κάλεσμα του βασιλιά της καθαρής αυλής.

Κι έτσι έμενε πίσω...

Η ζωή του
Κοπέλα νέα, λυγερή
Με κουρασμένα όμως
Τ’ άκρα του κορμιού της
παρ' όλη τη φρεσκάδα του προσώπου της।

Και μαζί με τ’ άκρα του
Ήτανε και τα μάτια του...
Κουρασμένα
στο θέαμα των γλάρων που βουτούσαν
μέσα στη θάλασσα που απλωνόταν άγνωστη
κι απέραντη - η πολυπόθητη -
δίπλα στο μαντρότοιχο του κήπου.

Και πάντα εκείνη τη στιγμή
Στο κοίταγμα της θάλασσας
ήθελε να ξεφύγει από την αλυσίδα
που η μοίρα μέσα της το έβαλε,
σαν έναν κρίκο κατάλληλο ζεστό για το ξεχειμώνιασμα των άλλων κρίκων.

Κι έτσι έμενε πίσω...
Χελιδόνι πληγωμένο στη μια του τη φτερούγα,
αδύναμο να ξεκινήσει οποιοδήποτε ταξίδι
προς τη ζεστή Αφρική.

Χειμώνα καλοκαίρι
Η φωνή του μακρινή από τις άλλες...
τα χέρια του τα λόγια του
καθημερινά του τόνιζαν τα πάντα.

Και πόσο δύσκολα
Στεκότανε στα πόδια του
Και πόσο δύσκολα...

Επιβίωνε ανάμεσα στους κόκκινους
Μεγάλους προβολείς που τον τύφλωναν.

Και πόση ήταν
Η λύπη του...
όταν ρωγμές μεγάλες άνοιγαν στην παγωμένη λίμνη
κι έξω πετούσανε τα ψάρια της
και σε πουλιά γίνονταν στην ανοιχτή αγκαλιά του ουρανού.

Το τρέξιμο της δόλιας μοίρας
Ήταν συνεχές
Στο μονοπάτι του
Καθώς...
Του πρόσφερε
Ξερή τροφή,
Γευστική στα χείλη
Πικρή στην καρδιά.

Παρόλα αυτά
Περίμενε....
Λύτρωση
Από το αθάνατο νερό του ποταμού
και τα χειροκροτήματα της απλωμένης θάλασσας.

Κι ο χρόνος δεν τον γέλασε!
Κάποτε την έφερε!
Κι αυτό τη φώναξε κοντά του!
Και κείνη κοντά του έμεινε!

Τού’ δωσε δύναμη πολλή κι...
Έτσι κατάλαβε
Το αίμα
Που είχανε
Τα κουρασμένα μάτια του
Τα μουδιασμένα χέρια του
Που ποτέ
Όμως δεν ήθελαν
Να ξεχαστούν στον ύπνο।


Η κοινωνία όμως ταράχτηκε
Βλέποντας τα σύννεφα να φεύγουν
Και να υποχωρούν
Στον ερχομό του ήλιου
Σαν έβλεπαν πια καθαρά
τη φωτεινή του σκέψη
Μέσ’ την ψυχρότητα του κήπου :

«Θέλω να ζήσω!!!»

Η έκπτωση





Έμαθε ο βασιλεύς
την έκπτωσή του
Και πέταξε το στέμμα του
στο πορφυρό χαλί
- η φλόγα του κεριού ανατρίχιασε για λίγο -

Εκείνος ατάραχος
στο πέσιμό του
Μα τα παράθυρα άλλαξαν
το χρώμα στις κουρτίνες
- το πράσινο έγινε κίτρινο βαθύ -

Περπάτησε μέσα στην κάμαρα
σκοτεινιασμένος
Μια νυχτερίδα χτυπιότανε
στους τοίχους
- παράξενο, έχασε τον προσανατολισμό της -

Ο μανδύας σερνόταν
στο παγωμένο δάπεδο
Σάρωνε ώρα πολύ το χρόνο
που’ χε περάσει
- σωρός βαρύς κι ασήκωτος -

Τα χέρια δίπλωσαν
τους δυο τους ώμους
και σταύρωσαν
την άμοιρη καρδιά του
- το αίμα σταμάτησε στο σταύρωμα των δυο δοκών -

Βούτηξε το δακτυλίδι στο κερί,
καυτό όπως ήταν
Και σφράγισε
την κάσα τη μεγάλη
- μέσα τα ρούχα με τ’ ανοιχτό το χρώμα -

Βγήκε απ’ την πόρτα
κι έστριψε στη γωνιά
Μια γάτα κλαμένη
τον πήρε από πίσω, αθόρυβα
- το δάκρυ ίσως να αρκούσε -

Κατέβηκε για πρώτη
και τελευταία φορά
Τα σκαλοπάτια
του ανακτόρου του
- ο αριθμός τους ζυγός όπως τα χρόνια -

Του κάστρου την πύλη
διάβηκε πάνω απ’ την τάφρο
Και σκούπισε τον ιδρώτα
από το μέτωπο
- ο κίνδυνος του μαχαιριού έμεινε μέσα -

Στάθηκε, στέριωσε
καλά το βήμα
Στήριξε την κεφαλή
σωστά στο σώμα
- μία στροφή κι η αστραπή φάνηκε στον ορίζοντα -

Μερικά βήματα πίσω
μέχρι την αρχή του δάσους
Λίγα μαλλιά εχόρεψαν
μπροστά στα μάτια
- έγινε πια σκιά και με τα δέντρα ένα - .

Γιατί τόση αγάπη;

Σήμερα
Μου έκαναν τη χάρη
και με πήρανε μαζί τους.
Σήμερα
Με κοίταξαν στα μάτια
και με χτύπησαν στην πλάτη.
Σήμερα
Μου δώσανε κουβέντα
και μού’ πιασαν το χέρι.
Σήμερα
Μου κένωσαν φαΐ στο πιάτο
και στο ποτήρι μου κρασί.
Σήμερα
Με φίλησαν στο μάγουλο
και την καρδιά μου έκαψαν.
Σήμερα
Μ’ έκαναν να γελάσω
και τη χαρά μου έκαναν δώρο.
Σήμερα
Μου έδωσαν αγάπη
Και με φωνάξαν φίλο!

Γιατί τόση αγάπη;
Λέτε να τους φοβίζει κάτι;

Τριδιάστατη σκέψη

~ πρώτα τα κεφαλαία, μετά τα πεζά και τέλος όλα μαζί!


ΑΡΓΟ ΤΟ ΒΗΜΑ ΣΤΟ ΝΩΠΟ ΧΩΜΑ ΠΟΥ

ένα νήμα ραμμένο στα δάκτυλα
με την άκρη του τυλιγμένη στον αντίχειρα

ΨΑΧΝΕΙ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΚΑΙ

δείχνει το δρόμο στη λευκή σάρκα
του παιδικού κορμιού

ΠΟΥ ΣΑΝ ΑΓΓΙΖΕΙ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΡΟΔΑ

και ταλανίζει το αγαθό μυαλό
της ταπεινής φύσης

ΜΕΝΕΙ ΠΙΣΤΟ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥΣ!

Με έμφαση

Τρέχεις...
Τρέχεις για να προλάβεις...
Να προλάβεις ό,τι χάθηκε...
Ότι χάθηκε στη ζωή σου...
Στη ζωή σου που ζητά ισορροπίες...
Ισορροπίες κι ας ταλαντεύεται...
Κι ας ταλαντεύεται ανάμεσα στην ελευθερία και τη δέσμευση...
Τη δέσμευση από τον ίδιο σου τον εαυτό...
Από τον ίδιο σου τον εαυτό για τον εαυτό σου...
Τον εαυτό σου τον παράδοξο...
Τον παράδοξο;

Ίσως ναι!

Εκεί που ο κόσμος χάνεται μαζί με τη γνώμη του...
Τη γνώμη του που αντικρούεις...
Που αντικρούεις και με ευγένεια και με διακριτικότητα...
Με διακριτικότητα ζητάς να φτιάξεις τη δική σου ζωή...
Τη δική σου ζωή με το δικό σου το χέρι...
Το χέρι που χαράζει το θωλό τζάμι...
Το θωλό τζάμι που σε προστατεύει...
Σε προστατεύει;

Νεολογίζω προκλητικώς

Μόλις μπήκα...
Και μόλις βούρκωσα...

Αδύνατον να δεχτώ αυτό που λέγεται, όπως λέγεται.

Χάνω τη μορφή των λέξεων,
βρίσκω όμως το περιεχόμενό τους.

Νεολογίζω προκλητικώς...

Χορός κλειδιών και φθόγγων στο αόρατο πεντάγραμμο του δωματίου,
Λίγη θεωρία του Μαρτινέ στη σχέση του εκφωνήματος στο μονό μου κρεβάτι

Και ξανά προς τα πίσω τραβά...
κι η δόξα μένει
εκεί που δεν την άγγιξε κανείς
τόσα χρόνια ακούραστα υπομονετικά!

Συνεχίζω και μπαίνω...
Και ξαναβουρκώνω...

Η ροή των λυρικών μου νερών μακριά νυχτώνεται.

Νεολογίζω προκλητικώς...

Σήμερα γιορτάζει η ευαισθησία μου,
Σήμερα γιορτάζει η λεπτότητά μου,
Σήμερα γιορτάζω ολόκληρος...

Κι όλο μπαίνω...
Κι όλο βουρκώνω...

Και μια σκιά μού χτυπάει το τζάμι.

Νεολογίζω προκλητικώς...

Είμαι μια μηχανή νεολογισμών,
γεμάτων ασημία για εκείνους,
γεμάτων πολυσημία για μένα

Η εξερεύνηση




Μέσ’ το σκοτάδι
και τις βροντές
που βίαια βγαίνουν στον ουρανό
περνώ πεζός
και με τα πόδια μου γυμνά,
για να γνωρίσω την πατρίδα...

ξεκινώ απ’ την πλατιά κοιλάδα
με τα ποτάμια της – γεμάτα νερό –
γύρω τους άφθονα οπωροφόρα
πολύχρωμοι και οι καρποί τους
η γεύση τους υπέροχη...

πηδώ από κάθε θεϊκή κορυφή
σε μια άλλη
και αντικρίζω τον αέρα της έκφρασης...

βουτώ τότε στις πηγές των Μουσών,
για να κοιτάξω
τα αισθήματα και τις κρυφές τις σκέψεις...

βαδίζω σαν ακροβάτης
στα λεπτά μονοπάτια
που οδηγούν στο δρόμο των επιθυμιών...

ζητώ να δω την κίνηση
σε κάθε σταθμό μου σ’ αυτά...

και από εκεί πετώ, πετώ
και φτάνω στην απλωμένη θάλασσα,
εκεί που η κόκκινη άμμος
κινούμενη και με ψυχή
γυρνάει στην πηγή της!

Νανούρισμα


(Στο γιο)

Μικρό μου αγόρι,
Γλυκό μου παιδί,
Τα μάτια σου κλείσε
Πριν σε’ βρει η αυγή.

Το χέρι σου δώσ’ μου,
Να βγούμε σεργιάνι,
Τ’ αστέρια να δούμε
Πριν βγει το φεγγάρι.

Γλυκιά μου καρδούλα,
Μικρή μου κουκλί,
Στον κόσμο που ήρθες
Θα βγούμε μαζί.

Το γέλιο σου δώσ’ μου,
Να λάμψει η νυχτιά,
Ο φόβος να φύγει,
Να’ ρθει η σιγαλιά.

Μικρό μου αγόρι,
Χρυσέ βασιλιά,
Στο σπίτι μας μπήκες
Εσύ κι η χαρά.

Το χάδι σου δώσ’ μου,
Να βγω στη βροχή,
Η νύχτα να φύγει
Κι ο ήλιος να βγει.

Φλουρί τυχερό μου,
Μικρό μου μωρό,
Σε σένα χρωστάω
Το λόγο που ζω.

Το κλάμα

όταν ο άνθρωπος γεννιέται
τον συνοδεύει το δικό του κλάμα
κλάμα χαράς και φόβου

κι όταν πεθαίνει μόνος του δε φεύγει
τον συντροφεύει το κλάμα των συνανθρώπων
μέσα στο ίδιο κλάμα...
κλάμα χαράς και φόβου

Μίμησις πράξεως



(Στη Βιβή)

παίρνεις στα χέρια του λίγο απ' το χώμα
φτιάχνεις μ' αυτό ανθρώπινο σώμα

και στάζεις πάνω του λίγο νερό
να είναι όμορφο, ακμαίο, γερό.

ανοίγεις τα χέρια στο έμψυχο σώμα
νιώθεις το αίμα του να αλλάζει το χρώμα

σαν το δροσίζει το φρέσκο νερό
και είναι πια όμορφο, ακμαίο, γερό.

αγγίζεις το δέρμα και δίνεις ζωή
φυσάς λίγο πνεύμα, φυτεύεις πνοή

γλυκό χαμόγελο στα χείλη χαράζεις
χαρά και λύπη στην καρδιά του μοιράζει.

νιώθεις το δέρμα του που παίρνει ζωή
στο πνεύμα ο αγέρας με άλλη ροή

στα μάτια, στα χείλη η όψη αλλάζει
χαρά και λύπη στον κόσμο μοιράζει.

.......

πλάστης και πλάσμα στην ίδια σκηνή
πομπός και δέκτης στην ίδια γραμμή

καθώς η μίμηση ενώνει τα δύο κορμιά
κι η ψυχή τους ολόιδια με καινούρια φτερά...

Με καλόν οιωνό

Για μια στιγμή ονείρου φορώ τα καλά μου
Με καλό οιωνό φουσκώνω τα λευκά τα πανιά μου.

Σε ταξίδι φωτεινό γυρίζω την πιστή μου πυξίδα
Κι ένα αστέρι μ’ οδηγεί με τη χρυσή του αχτίδα.

Δε μιλώ για αυτά που μου φέρνουνε λύπη
Τα αφήνω να χαθούν στης ψυχής μου τη λήθη.

Τώρα θέλω μοναχά να πετάξω λίγο για μένα
Ν’ ανεβώ στα ουράνια, να φορέσω της ζωής μου το στέμμα.

Με εμμονή στο λίγο

Το λίγο για κάποιους
είναι απλώς λίγο
και τίποτα παρακάτω….

Το λίγο για άλλους
είναι ένα τίποτα
και κάτι πιο λίγο….

Το λίγο όμως των κάποιων για άλλους
είναι πολύ
και καθόλου λιγότερο….

Το λίγο τώρα των άλλων για κάποιους άλλους
είναι απλά ένα κάτι
και κάτι παραπάνω…

Τέλος πάντων!

Το λίγο είναι λίγο.
Όταν όμως το λίγο είναι και ΚΑΤΙ,
δεν είναι λίγο,
αφού μπορούμε να το κάνουμε να φαίνεται πολύ!

Λίγο πριν ξημερώσει

Ο δρόμος μου έφτασε
λίγο πριν ξημερώσει
Σε κάποια χαλάσματα της πόλης
που εν τέλει εμίσησα.

Ένα αμάξι με φώτα σβησμένα
λίγο πριν ξημερώσει
Σε κάποια γωνιά του έρημου δρόμου
που εν τέλει αρνήθηκα.

Πώς μυρίζει η μούχλα
Στα σχισμένα τους ρούχα!

Γυρίζει το βήμα και πατάει
λίγο πριν ξημερώσει
Τους πανσέδες της άδειας πλατείας
που εν τέλει βαρέθηκα.

Ένα άσπρο μαντήλι χορεύει
λίγο πριν ξημερώσει
Σε κάποιο τραπέζι ενός καφενείου
που εν τέλει αγνόησα.

Πώς μυρίζει η ανάσα
Στα ξένα τους χνώτα!

Μπαμπά, θέλω να πεθάνεις!

(Στο Σπύρο)

- μπαμπά!!
- έλα, τι θέλεις;
- έρχεσαι λίγο εδώ;
......
- έλα, αγόρι μου, πες μου.
- μπαμπά, θέλω να πεθάνεις....
- να πεθάνω; γιατί;
- θέλω να παντρευτώ τη μαμά μου!
- και γιατί να πεθάνω; αν θες τόσο πολύ να παντρευτείς τη μαμά σου, μπορούμε να πάρουμε διαζύγιο και να την παντρευτείς.
- όχι, δε θέλω να πάρετε διαζύγιο...
γιατί. αν πάρετε διαζύγιο, θα παντρευτείς κι εσύ άλλη μαμά και δε θέλω.
- άρα πρέπει να πεθάνω.
- ναι, αλλά όχι τώρα. τώρα είμαι πολύ μικρός και τον θέλω τον μπαμπά μου.
- εντάξει, αγόρι μου, κοιμήσου τώρα, αύριο έχουμε σχολείο.
- μπαμπά;
- έλα, άντρα μου!
- δε θέλω να πεθάνεις! τελικά δε θα παντρευτώ τη μαμά, αλλά τη Δώρα που με φίλησε στο διάλειμμα.
- είναι όμορφη;
- έχει μαλλιά σαν της μαμάς.
- καληνύχτα, Σπύρο μου! να κλείσω το φως;
- όχι!!!
- γιατί;... φοβάσαι;
- λίγο... είμαι μικρούλης ακόμη!!
- κοιμήσου... (του μουρμούρησα στον κρόταφό του το υπνωτικό του).... καληνύχτα, αγόρι μου!

Η πιο όμορφη μέρα μου

(Στο Γιώργο)

- μπαμπά, ποια είναι η πιο όμορφη μέρα σου;
- η Κυριακή
- γιατί;
- γιατί δε δουλεύω και είμαι μαζί σου. εσένα, ποια είναι η πιο όμορφη μέρα σου;
- η πιο όμορφη μέρα μου είναι η Παρασκευή
- γιατί η παρασκευή και όχι η Κυριακή;
- γιατί την παρασκευή έρχεσαι εσύ, ενώ την Κυριακή φεύγεις..... Α! μερικές φορές μου αρέσει και η Πέμπτη

την επόμενη εβδομάδα κανόνισα οι άδειες της χρονιάς να είναι όλες Παρασκευή....

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Παράλειψη




Έχτισα σπίτι δίπατο
Για των ονείρων μου την κάλυψη
Κι είδα στου τέλους την αρχή

Μια τρομερή παράλειψη.

Είχα δωμάτια πολλά
Για όλων των πόθων την κατάληξη
Μα στου διαδρόμου την αρχή

Μια τρομερή παράλειψη.

Είχα στους τοίχους ζωγραφιές
Για των ματιών μου την ανάληψη
Μα στης κάτω σάλας τις γωνιές

Μια τρομερή παράλειψη.

Έχτισα σπίτι δίπατο
Για του μυαλού μου την κατάληψη
Μα δίχως πόρτα και παράθυρα,

Τι τρομερή παράλειψη!

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Θα σου χαρίσω

Θα σου χαρίσω μια σπηλιά...
να μπεις εκεί να γαληνέψεις,
μια μπλούζα μου χωρίς κουμπιά
να την φοράς και να με έχεις.

Μία ματιά θα δώσω στην ματιά σου...
να' χεις το βράδυ συντροφιά σου,
κι ένα χαρτάκι με δυο λέξεις
να τις διαβάζεις και να τρέχεις.

Θα σου χαρίσω μία σφαίρα...
να μπεις, να μάθεις ν' αγαπάς,
το αίμα μου νερό σου κάθε μέρα
να πίνεις και να ξεδιψάς.

Μια αγκαλιά στην αγκαλιά σου...
να'χεις το βράδυ συντροφιά σου,
και μια κασέτα με δυο νότες
να τις ακούς, ν'αλλάζεις ρότες.

Θα σου χαρίσω μία πόρτα...
να μπεις, να πάρεις ό,τι θέλεις,
το νου μου, να σε πάει βόλτα
να δεις τον κόσμο, όπως τον μέλλεις.

Μία καρδιά μες την καρδιά σου...
να'χεις το βράδυ συντροφιά σου,
και ένα όραμα για μια ζωή
που θα'μαστε πάντα μαζί!

Α.....Ω

Ανάλαφρα
Βουτά,
Γεμάτος
Δακτυλίδια,
Ελπίζει,
Ζητά
Ηδονικά
Θροῑσματα,
Ίσια
Κοιτάζει,
Λουλούδια
Μαζεύει,
Να
Ξανανοίξει
Ο
Πράσινος
Ροδώνας,
Σαν
Τα
Ύψιστα
Φωνήματα
Χαρίζουν
Ψιθύρους
Ώμορφους.

Αναδύεται
Βίαια,
Γυμνός
Διδαγμάτων,
Επικίνδυνο
Ζύγωμα
Ηβικών
Θυμάτων
Ικετεύοντας
Και
Λαλήματα
Μοντέρνων
Νόμων,
Ξενχά
Ό τι
Περπάτησε
Ροδοπατώντας,
Σίγουρος
Τρέχει,
Υπολογίζοντας
Φώτα
Χρυσά,
Ψεύτικες
Ώρες.

Αντάρα
Βαδίζει,
Γιατί
Διαλύουν
Εχθρικοί
Ζευγολάτες
Ηλιακά
Θέλγητρα,
Ισκιάζουν
Κατάβαθα
Λινάρια,
Μελίσσια
Νεκρώνουν,
Ξεραίνουν
Όρη,
Πευκώνες
Ρημάζουν
Στο
Τέλεμα
Ύμνων
Φιλικών
Χωρίς
Ψυχές
Ωραίες.

Αλόγιστα
Βακχεύεται,
Γυρνά
Διπλά,
Εκλιπαρεί
Ζεστή
Ηδονή,
Θλιμμένος
Ικέτης
Καρδιάς
Λιονταρίσιας,
Με
Νερά
Ξανά,
Όπως
Παλιά,
Ραντίζει
Στρώματα,
Τραγουδάει
Υμέναιους,
Φιλάει
Χείλη,
Ψελίζει
Ωδές.

Π...... Α..... Ζ.. Λ....

Πέρασαν
Άνεμος
Γοργής
Ερημιάς,
Ρυάκια
Επιθανάτιων
Στεγνών

Αχτίδων,
Νεκρά
Άτομα
Στασίμων
Εκδαρμένων
Σωμάτων.

Ζωντάνεψαν
Ώριμες
Ημέρες,

Λαμπρές
Ευχάριστες
Πορείες
Ρυθμικών
Ονειρικών
Υποσχέσεων.

Όλα στη μέση

Όλα στη μέση...
όλα στα δύο...
όλα, όπως πάντα... χαμένα...
στα δύο το πρόσωπο...
ένα μάτι από' δω
ένα μάτι απ' την άλλη...

και ο χρόνος γυμνός να κοιτάζει.

Τι του αρέσει να βλέπει...
σαν τσακίζεται ο νους απ' τη μια...
σαν σκορπάει το αίμα απ' την άλλη;

και μια έγνοια
που χάνει το δρόμο...
απ' τη μια κι απ' την άλλη.

Όλα στη μέση...
κι απ' τη μια κι απ' την άλλη...
και στη μέση μια δύναμη ισχνή!

Στης ανάγκης το κάλεσμα





Μια φωνή...
μια ανάσα...
μια ματιά...
ένα άγγιγμα...

τι πιο πολύτιμο άραγε,
που να μπορεί να σταθεί στης ανάγκης το κάλεσμα;

... είναι το ωραίο που γεμίζει τον νου
... είναι το υπέροχο που δροσίζει την όψη
... είναι το αληθινό που λυτρώνει το πνεύμα
... είναι το γλυκό που χορταίνει το "εγώ"

και το κάνει να μην τρέμει το χέρι του
να μην κλαίει κι ας είναι σκοτάδι τριγύρω.

Το όνειρο πια... μια καταχνιά...





Πάνω στην κόψη ενός ονείρου
το άπειρο γίνεται προέκτασή του
δύο μάτια με μια ματιά μου γνέφουν
και τρέφουν το άγουρο μυαλό
που βρέθηκε μπροστά μου.

Τα χέρια απλώνονται
θέλουν να αγγίξουν
να τραβήξουν κοντά το άπειρο
στην αγκαλιά να κλείσουν
με λόγια πλάνα να πνίξουν.

Απ'το στόμα
μέλι στάζει στο γυμνό μου το σώμα
που λουφάζει και ουρλιάζει
σαν η κόψη του ονείρου
περνά και το λαιμό μου ξυρίξει.

Τα μάτια περνάνε απ'την άλλη
τα χέρια τον αέρα διπλώνουν
σβήνουν τα αστέρια
και τα λόγια σκορπίζουν
πάνω στο μέλι που πήζει.

Το όνειρο πια... μια καταχνιά...

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Η σύναξη των δυνατών


Και η βροντή ακούστηκε
διπλά αντιλαλούσα
Όλων το αίμα πάγωσε
τ'αυτιά τους 'γίναν ρούσα.

Από τους δρόμους έτρεξαν
όλοι αμέσως να'ρθουν
Κι όμως στο κεφαλόσκαλο
δεν ήθελαν να φθάνουν.

Ανοίγουν χώρο οι ταπεινοί
και οι μικροί αστέρες
Για να περάσουν οι χρυσοί
πλανήτες με τις βέρες.

Στου φιάσκου όμως τη σύναξη
εβρέθηκαν με μίας
Θεοί ημίθεοι πολλοί
και στο κεφάλι ο Δίας.

Και άρχισαν τα θέματα
της ημερήσιας στάσης
Καλά κλεισμένοι στο μαντρί
της ανωτέρας τάξης.

Με τις θεές απούσες μεν
μα η Πουτανιά παρούσα
Μεσ' το δικό τους το μυαλό
εφάνταζε μιλούσα.

Και ο πατέρας των θεών
πού'χε τον πρώτο λόγο
μιλούσε για την ταραχή
που βρήκε όλο τον κόσμο.

Ότι οι θνητοί εξύπνησαν
θέλουν την αμβροσία
Να πιουν το νέκταρ το γλυκό
που φέρνει αθανασία.

Ότι αυτός κι άλλοι θεοί
πρέπει να καθαρίσουν
Και τους αυθάδεις άνθρωπους
όλους να τους λιανίσουν.

Κι ο 'γωϊσμός προξένησε
την τύφλωση των άλλων
που κάθονταν εκεί κοντά
των φαντασμένων κάλων.

Μετά μιλά ο Ποσειδών
πιο γόης από όλους
Κάθεται πάντα εκεί μπροστά
και βάζει όλο νόμους.

Χτυπά την τρίαινα στη γη
σαν λέαινα φωνάζει
Μα στον καθρέφτη δεν μπορεί
τη γάτα να θαυμάζει.

Στέκεται ωστόσο στο πλευρό
του βασιλιά του λάθους
Μήπως μερίδιο δεχθεί
στην κατοχή του πάθους.

Και ο Ερμής αδιάφορος
μονάχα υφοράει
Κι όταν η ώρα έρχεται
τους πάντες μαρτυράει.

Και χαίρεται σαν στέκεται
σε μια πλευρά και βλέπει
Το βάσανα εις τον θνητό
ο Άναξ του σαν τρέπει.

Απέναντι ο Ήφαιστος
μονάχος του γελάει
Του φτερωτού του φίλου του
χατίρι δε χαλάει.

Το μόνο που γνωρίζει πια
είναι να κυνηγάει
Και τον θνητό συνέχεια
γι' αυτόνε να μαδάει.

Κι ο κεραυνός πετάχτηκε
και χτύπησε τον Πρώτον
Τον φίλο όλων των θνητών
'πως φαίνεται ανθρώπων.

Και δε θυμούνται οι άτιμοι
κηφήνες πως γινήκαν
Ρουφώντας αίμα πάναγνο
στο χρήμα επνιγήκαν.

Μα όταν τελειώνει το κρασί
φωνάζουν τρυγητάδες
Της γης ετούτης της φτωχής
του άξιους δουλευτάδες

Της τόσο όμως ώριμης
μεστής και ανωτέρας
Της άλλης της αέρινης
πλάσης πιο κατωτέρας

Των παγερών των χώρων τους
κρανίων ανουσίων
Των πετραδιών του ψεύδους τους
σωμάτων ανοστίων

Να σώσουν εκείνοι το κενό
να κλείσουνε τις τρύπες
Πάλι κρασί να βρουν καλό
να διώξουνε τις λύπες.

Τι τρομερή απόγνωση
σ' ημίθεους και άλλους
Μα και τι λύπηση γι'αυτούς
τους φαντασμένους κάλους.

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Ο εφιάλτης της Ελλάδας






(Απόσπασμα από το θεατρικό μου έργο "Λυσικράτη")

ΕΛΛΑΔΑ

Γυναίκες, εμέ τη δύστυχη
οι άντρες καταστρέψαν
Πάνε τα βοσκοτόπια μου
όλα τα κατασχέσαν.

Τα μοίρασαν, τα χάρισαν;
Κανείς δε το γνωρίζει.
Μου έκλεψαν το γάλα μου
και μου’μεινε το ρύζι.

Βάλαν το χέρι τους βαθιά
κλέψαν τα μπικικίνια
Κι άφησαν κόσμο και ντουνιά
να τους εδέρνει η γκίνια.

Πήγε ο μικρός κι έκλεισε
τα πάντα με την Κόσκο
Όμως κανείς δε μέτρησε
πως θα στοιχίσει τόσο!

Βγήκαν οι άντρες παγανιά
κλέψανε τα ταμεία.
Σε μένανε την άμοιρη
δεν έμεινε ούτε μία!

Κι ο Xοντρός, κορίτσια μου
μάλλον τα έχει πιάσει
Κι από το μπόλικο φαί
το νου του έχει χάσει.

Βγαίνει και λέει ευθαρσώς
μεγάλες μαλακίες
Πως τα λαμόγια κι ο λαός
κάνανε συνεργίες.

Πως τα λεφτά τα έφαγε
ο δόλιος ο κοσμάκης
Κι όλα αυτά πως στη σειρά
θα βάλει ο Γιωργάκης.

Υπάρχουν νομοσχέδια
για να ευτυχούνε όλοι!
Όμως σαν γίνει εφαρμογή
μένουν γυμνοί οι κώλοι.

Την εργατιά φροντίζουνε
μα οι άνεργοι πληθαίνουν
Αυξήσεις λένε δίνουνε
τη σύνταξη μαραίνουν.

Τη μια τη μέρα επίδομα
δίνουνε στη γριούλα
Μα ο γέρος δίχως το Καπή
δεν έχει εκδρομούλα!

Του μισθωτού του κόψανε
μεγάλο κουστουμάκι
Και του αφήσανε γυμνό
όλο το κωλαράκι!

Βάλαν παντού ταμειακές
να πιάσουν τα λαμόγια
Όμως απ’ ότι φαίνεται
θα μείνουνε στα λόγια.

Πάει το δώρο χάθηκε
λαμπάδα δε θ’ ανάψω,
το δέκατο τέταρτο μισθό
σίγουρα θα τον κλάψω!

Όσο κι αν είπε κι ο Τζωρτζής
πως όλα θα ισιώσουν,
Όλο βλακείες κάνουνε,
όλοι τους να μη σώσουν!

Πήγε σ’ Ευρώπη, Αμερική
να βρει εκεί συμμάχους
Μα έπεσε και τσακίστηκε
σε χίλιους δύο βράχους.

Ο ένας κουράγιο φχήθηκε
ο άλλος είπε ζήτω
Όμως εγώ φιλότιμο
σ’αυτούς τους δυο δε βρίσκω.

Στο τέλος εσυμφώνησαν
η Μέρκελ και ο Σαρκοζί
Στον πάγο να με βάλουνε
για να μη χάσω το ζουμί.

Και σαν μην έφτανε αυτό
ήρθε και το Ταμείον
Αλίμονο η δύστυχη,
θα έρθουν όλα μείον!

Πώς να τ’αντέξω άλλο αυτό
τα νιάτα μου πεθαίνουν
και σίγουρα το μέλλον μου
κάποιοι υπονομεύουν!

Βλέπω τους νέους να φεύγουνε
μαζί με τα όνειρά τους
Στον δρόμο για την ξενιτιά
να απλώνουν τα πανιά τους!

Όλα προς το χειρότερο
βαίνουν και βολοδέρνουν
Τη βούλησή μου οι δυνατοί
με άλυσο τη δένουν.

Κι ενώ εγώ η άμοιρη
θέλω να ορθοποδήσω,
τα πόδια μου τα δένουνε
τα μάτια θα τα κλείσω.

Έμεινα δίχως οργασμό
μου στέρησαν τη μήτρα
Φαΐ πια δε μου έμεινε
άδεια είναι κι η χύτρα.

Λένε πως θα με βγάλουμε
απ` του ευρώ τη ζώνη
και με δραχμούλα πάλι εδώ
ο Έλληνας θα πληρώνει.

Είπαν ότι η κόλαση
δεν είναι εκεί κάτω
μα εδώ πως μετακόμισε
και πως θα πιάσω πάτο.

Γι’ αυτό γυναίκες τρέξατε
βοηθήστε εσείς τη χώρα.
Βάλτε τους άντρες στη σειρά
και κόψτε τους τη… φόρα!

Είστε γυναίκες έξυπνες,
τσαούσες και καπάτσες.
Βρείτε τον τρόπο να κοπούν
όλες αυτές οι απάτες!

Σώστε την Ελλαδίτσα σας
γλιτώστε τα παιδιά σας
Μήπως και δείτε απόκριση
στα δόλια όνειρά σας!

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Άμα τη ενάρξει


Ο πηγαιμός για την Ιθάκη και το ταξίδι του Οδυσσέα δύσκολα.
Οι περιπέτειες κι οι γνώσεις άγνωστες
για όποιον περιμένει να γευτεί τα πλούσια εδέσματα
στων Λαιστρυγόνων και των Κυκλώπων τα τραπέζια.
Ο ποιητής θέλει το βήμα αδεές, μα για πολλούς το δέος λέξη είναι το ίδιο άγνωστη
μιας και η σκέψη είπαμε έμεινε «υψηλή» δίχως το υ και με το πρώτο -η γραμμένο απλά με –ι….
όσο για τη συγκίνηση ανύπαρκτη.
Νιώθω όμως πως είν’ πονηροί οι γίγαντες των μύθων κι ο Ποσειδώνας μυστηριωδώς χαμένος
- πως καταφέρνει και γελά τον κόσμο;
- Μ’ αφού η ψυχή ποτέ δεν στέκεται στο δρόμο, πώς να γευτεί την αύρα του αγέρα.
Μακρύς ο δρόμος, μα η ευχή στον πάτο της ψυχής.
Την πρωινή δροσιά δεν είδα να κοκκινίζει τα αυτιά, ούτε τα μάγουλα,
ούτε της άστατης καρδιάς δεν είδα τα πανιά με τον αγέρα να φουσκώνουν.
Τα εμπορεία των Φοινίκων έχουνε χάσει τη χλιδή τους, αφού σεντέφια και κοράλλια, έβενοι και μυρωδικά σε ξένα χέρια,
αλήθεια αυτό μη το ξεχνάμε,
σε ξένα χέρια είπα…
Και νιώθω ότι όσο κι αν ψάχνω για να βρω χαμόγελα στον ουρανό – στο τέλος θα χαθούμε μέσα σε κούφια λόγια…
Κι αν ο ποιητής φωνάζει εδώ και χρόνια
– στο νου σου την Ιθάκη και το φτάσιμο...
κι αυτό δίχως να βιάζεσαι, δίχως τον χρόνο να τραβάς απ’ τα μαλλιά
κι ούτε να βλέπεις μόνο το επόμενο ταξίδι.
Κι όσο κι αν είπε ότι ο στόχος να’ ναι καθαρός,
ώστε στο τέλος να’ ναι και τα μυαλά σου κάτασπρα που ο ήλιος θα’ χει κάνει να μοιάζουν με χρυσάφι….
εγώ φοβάμαι πώς η πυξίδα θα μείνει στο συρτάρι,
μιας και η Ιθάκη διπλώθηκε στα γρήγορα χωρίς να διαβαστεί.
Μπήκε στη τσέπη κάποιων βιαστικά…

Άλλωστε ο ποιητής δεν μπορεί να ξέρει περισσότερα από τους έμπειρους τούτου του κόσμου.

Το ξέσπασμα

Μερικές στιγμές μια σταγόνα πόνου
είναι αρκετή
να μ’ οδηγήσει σ’ ένα αδιέξοδο πνιγμού.
Δεν μπορώ να βλέπω το βήμα μου
στης θυσίας το δρόμο,
δε θέλω τη σχισμή του μυαλού μου
να γεμίζει με κείνη τη σκόνη…

Οι αισθήσεις μου έχουν χάσει
τις παλιές αντοχές τους
και τούτη η νύχτα - εφιάλτης -
έχει πάνω της την ίδια υγρασία,
την ίδια εκείνη μουχλιασμένη ψυχή
που σερνόταν στου πάθους
το φουσκωμένο ποτάμι…

Οι κινήσεις μου έχουν αλλάξει
τον παλιό τους ρυθμό
κι αυτή η σιωπή - εφιάλτης –
έχει μέσα της ένα μόνιμο φόβο
έχει πάνω της την ίδια σκιά
που καπνίζει
και χορεύει
καρφωμένη στον απέναντι τοίχο…

Μικρές στιγμές, μικρές εικόνες,
σύντομες, αλλά κι αιώνιες,
χτυπημένες στο μυαλό, στην καρδιά, στο σώμα…

Δεν μπορώ να διακρίνω πια
το βωμό της θυσίας μου,
δε θέλω να βλέπω τα μέλη γυμνά
απ’ το ιερό μου το σφάγιο…

Πάει τόσο καιρός κι ας είναι μόνο τόσος…
Μακρινές οι φωνές…
Οι εικόνες θολές…
Οι μυρωδιές σκεπασμένες πια…
μα η σκιά επιμένει σ’ εκείνο τον τοίχο…

Μερικές ακόμα στιγμές…
κι αυτές μαζεμένες σ’ ένα αβγό
κρεμασμένο πάνω απ’ τα μάτια
σε θέα καθημερινή
τη στιγμή που το κρύο νερό
καθαρίζει τον κόσμο…

Βελόνες που χτυπάνε τους αδένες
και αφήνουν το αίμα να φωνάξει
την αλήθεια που κρύβεται
μέσα σε κάθε στιγμή…

Δεν θέλω πια να πιστέψω κανέναν
και δε θέλω πάλι να γυρίσω
στη ζωή των ανέμων…
οι θάλασσές μου μαζεύτηκαν
σε ένα λιμάνι κλειστό
και τα ιστία για τον μεγάλο απόπλου
περιμένουν τη σειρά τους
στο κεντρικό το αμπάρι…

Ο χρόνος πια δεν περισσεύει,
αφού στην δίψα των άλλων
τον πρόσφερα απλόχερα…
Τώρα στις δυο μου τις χούφτες κρατώ
λιγοστό το σιτάρι
για τα δυο μου μικρά περιστέρια…

Λίγο ακόμα…
Και μετά δροσερό αεράκι…