ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Γλυκιά θεά

http://users.ilei.sch.gr/vaspapadim/vassilis/dea.swf

Μέσα
σ’ εκείνη τη στιγμή
που λούζεται
στο χρώμα της φωτιάς

μέσα στα πέπλα
του χορού του μαγικού
...
η δύναμη του νου σταλιάζει
μπροστά
στο πάθος της ψυχής
...
και οι υποσχέσεις του καθρέφτη
μένουνε πίσω
απ’ την ισχύ της ηδονής.

Μέσα
σ’ εκείνη τη στιγμή
που λούζεται
στο χρώμα της φωτιάς

πάνω στα βήματα
της μαγικής χορογραφίας
...
τα λόγια καίγονται
και το μυαλό αδειάζει
...
το σώμα γίνεται θεός
και η ζωή χορεύει!


Γλυκιά θεά ,
γέλα όσο μπορείς!



Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Η αναμονή

Ένας ακόμα εφιάλτης

Η μπαλκονόπορτα της γκαρσονιέρας που είχε νοικιάσει για εκείνη τη χρονιά ήταν ήδη ορθάνοιχτη κι ένα αεράκι ερχόταν κατευθείαν από τη θάλασσα παρέα με τον ήχο των κυμάτων που έσκαγαν δειλά δειλά στα βράχια που βρίσκονταν σχεδόν κάτω από το μπαλκόνι και που λίγες μέρες πριν είχε επισκεφτεί σε έναν από τους πολλούς εφιάλτες που φορτωνόταν κάθε βράδυ. Μάλιστα τον τελευταίο καιρό ήταν ιδιαίτερα ζωντανοί. Τόσο ζωντανοί που η απομάκρυνση από την αγκαλιά του Μορφέα ήταν σχεδόν συγχρονισμένη με την ανατολή του ήλιου.

Πριν λίγες μέρες λοιπόν είχε κατέβει μέχρι εκεί και είχε καθίσει πάνω σε έναν από εκείνους τους βράχους. Είχε ανάψει ένα τσιγάρο και κοιτούσε. Κοιτούσε απέναντι… χιλιόμετρα μακριά μέσα στο χρόνο. Μια παρέα από ώριμους άντρες κάθονταν όλοι μαζί γύρω από ένα τραπέζι. Μιλούσαν έντονα μεταξύ τους και κάποιοι έπιναν από το ποτήρι που κρατούσαν κρασί κόκκινο. Στο βλέμμα τους διέκρινε κανείς μια ανυπομονησία για το φαγητό που αργούσε. Μάλιστα δεν έλειπαν και οι διαξιφισμοί για την επιλογή του φούρνου που θα έψηνε το μεσημεριανό γεύμα τους. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν δυνατόν να καταλάβει τι ακριβώς έλεγαν. Κι αυτό συμβαίνει πολλές φορές στα όνειρα των ανθρώπων. Προσπάθησε να βάλει σε μια τάξη τη σειρά των εικόνων που βομβάρδιζαν εκείνη την νύχτα το μυαλό του, μήπως και τελικά καταλάβει τι συνέβαινε μέσα σε εκείνο το σύννεφο που κάλυπτε το επικείμενο γεύμα.
Ξαφνικά τα χέρια εκείνων των ανθρώπων ήταν γεμάτα αίμα που έσταζε από το κρέας που κρατούσαν στα δάκτυλά τους. Το κρέας ήταν σχεδόν ωμό και ζωντανό. Ξεπηδούσε από τις κομμένες φλέβες λες και πριν λίγο το είχαν σφάξει. Έτρωγαν λαίμαργα, καθώς με όλα τους τα δάκτυλα μπούκωναν τα στόματά τους με τα κομμάτια του κρέατος που βρίσκονταν μοιρασμένο μπροστά στα πιάτα τους. Το γεύμα τους δεν κράτησε πολύ. Σε λίγα δευτερόλεπτα τα πιάτα ήταν σχεδόν άδεια και μόνο τα λευκά οστά του σφάγιου ήταν σκορπισμένα παντού, πάνω στις πιατέλες, στο λευκό τραπεζομάντιλο που σε κάποιες γωνίες φαινόταν το πραγματικό του χρώμα μιας και το αίμα που έσταζε από τα κομμάτια του κρέατος είχε απλωθεί πάνω του και του είχε δώσει ένα χρώμα βαθύ κόκκινο, στα καθίσματα, στο πάτωμα.
Το μεγάλο φαγοπότι είχε πια τελειώσει και μόνο ένας βαρύς ύπνος ήταν αυτός που δήλωνε το χορτασμό τους. Όλοι τους κοιμόντουσαν βαριά, χυμένοι σε διάφορα σημεία του χώρου, σε διάφορες στάσεις. Έτσι όπως ακριβώς θα τους είχε στήσει ένας ζωγράφος, για να αποδώσει στον πίνακά του την απόλυτη χορτασίλα. Κάπου κάπου ακουγόταν κι ένα ρέψιμο από κάποιον κοιμισμένο που είχε γυρίσει ανάσκελα. Η ανάσα του στην προσπάθειά της να βρει διέξοδο σκάλωνε στο λάρυγγα του και τον έφερνε στα πρόθυρα της ασφυξίας. Δυστυχώς όμως κατάφερνε και επιζούσε.

Ένα κύμα πιο δυνατό ξαναέφερνε το βλέμμα πιο κοντά, λίγα εκατοστά πιο πέρα από τα γυμνά δάκτυλα του δεξιού ποδιού που τεντωνόταν ελάχιστα πιο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η σκιά που δημιουργούσε πάνω της οδηγούσε σιγά σιγά τη ματιά στο βυθό των νερών που γινόταν όλο και πιο βαθύς και πιο σκοτεινός. Σε μια άκρη ξαπλωμένος πάλι ένας από εκείνους τους ώριμους άντρες. Με κλειστά μάτια έγλειφε τα δόντια του ψάχνοντας ίσως με τη γλώσσα του κάποια υπολείμματα της σάρκας που είχε φάει πριν. Η γλώσσα του γλιστρούσε προσεκτικά από δόντι σε δόντι και με αγωνία στριμωχνόταν στις μικρές κοιλάδες που δημιουργούνταν ανάμεσά τους. Ήθελε να ξαναφέρει στο μυαλό του την υπέροχη γεύση, τη μοναδική οσμή που τον είχε οδηγήσει σε εκείνον τον ήρεμο ύπνο της χορτασίλας. Μάζευε τα χείλη του στο κέντρο του στόματος κι έτσι είχε τη δυνατότητα να ρουφήξει προς τα μέσα ό τι είχε απομείνει ανάμεσα στα δόντια. Έστω μια μικρή ίνα κρέατος που θα τιναζόταν ανάμεσα από τους κυνόδοντες ή τους κοπτήρες του, ήταν ικανή να τον επιστρέψει στη γαλήνη του ύπνου του.

Δύσκολο όνειρο, μπερδεμένο κι άρρωστο. Πολλά τέτοια είχαν επισκεφτεί τη μικρή γκαρσονιέρα κι είχαν ποτίσει τις κουρτίνες της μπαλκονόπορτας που τώρα πια ήταν ορθάνοιχτη. Έξω ήδη είχε στρώσει το λευκό τραπεζομάντιλο στο τραπεζάκι που βρισκόταν κοντά στα κάγκελα και στεκόταν απέναντι στον ήλιο. Είχε αφήσει για αρκετή ώρα το πρόσωπο να δέχεται τις πρώτες αχτίδες του, τις τόσο καυτές, αλλά και ηδονικές αχτίδες. Ίσως γιατί η δροσιά της νύχτας ηρεμεί το δέρμα και η απότομη έκθεσή του στις πρώτες αχτίδες της αυγής το βάζουν σε μια βίαιη διαδικασία προσαρμογής. Πέρα από όλα αυτά, η πρωινή επαφή με τον ήλιο είναι κάτι μοναδικό. Κρατήθηκε λοιπόν γερά από το πάνω κάγκελο και έβαλε το πρόσωπο απέναντι στον ήλιο. Έκλεισε τα μάτια και περίμενε. Ήξερε ότι σε λίγα δευτερόλεπτα οι αχτίδες θα κατάφερναν να διαπεράσουν τα βλέφαρα, να ποτίσουν τις κόρες των ματιών και να δημιουργήσουν εκείνο το υπέροχο χρυσό πέπλο που αγκαλιάζει τελικά όλο το σώμα και το οδηγεί στον ουρανό, το κάνει να αιωρείται, να ταξιδεύει. Ήταν όμως ένα παιχνίδι που δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Ο φόβος να χαλαρώσουν τα δάκτυλα και να σωριαστεί επανέφερε το σώμα στην πραγματικότητα. Το ευτύχημα ήταν ότι ο ήλιος του είχε προσφέρει τη δύναμή του.

Από μέσα η μουσική γέμιζε σιγά σιγά το δωμάτιο. Αργά, αλλά σταθερά έβαφε τους τοίχους και σαν κισσός πιανόταν απ’ όπου μπορούσε να πιαστεί, μέχρι που έφτανε μέχρι τις κουρτίνες της μπαλκονόπορτας που ήταν ήδη ορθάνοιχτη. Έβρισκε λοιπόν την ευκαιρία και έβγαινε κι αυτή στο μπαλκόνι. Ήταν η ώρα του καφέ. Ελληνικός καφές που θα έμπαινε μέσα στο ζεστό νερό πριν βράσει κι αφού θα είχε μπει από την αρχή λιγοστή ζάχαρη, για να σπάσει την πίκρα. Ένα γρήγορο ανακάτεμα και σερβίρισμα στον πρώτο χόχλο, για να μην καεί η γεύση και κόψει το καϊμάκι. Πράγματι, αν το καϊμάκι είναι κομμένο, σου χαλάει όλη τη διάθεση. Ο καφές και μάλιστα ο ελληνικός καφές είναι προσωπική υπόθεση. Αν το καϊμάκι είναι κομμένο, σίγουρα το υγρό του καφέ είναι καμένο. Το πιθανότερο λοιπόν, όταν αγγίξει τα χείλη χωρίς το καϊμάκι που λειτουργεί προστατευτικά, τα καίει. Ασυναίσθητα λοιπόν το στόμα ρουφάει γρήγορα. Το κακό όμως έχει γίνει. Η γλώσσα που βρίσκεται ακριβώς πίσω από τα χείλη έρχονται σε επαφή με το καυτό υγρό και δυστυχώς καίγεται. Μαζί μ’ αυτή και ο αισθητήρας της γεύσης. Μαζί τους και η διάθεση. Μαζί τους και η ατμόσφαιρα. Άρα ο ελληνικός καφές είναι μια διαδικασία που πρέπει κανείς να την προσέξει, αν θέλει όλα να πάνε καλά. Εκείνη τη μέρα ο καφές ήταν υπέροχος. Και συνήθως μετά από έναν εφιάλτη, πάντα ο καφές ήταν ιδιαίτερα προσεγμένος. Σερβιρισμένος σε χοντρό φλιτζάνι άχνιζε πάνω στο μικρό στρογγυλό πιατάκι που ήταν ακουμπισμένο στο λευκό τραπεζομάντιλο που ήταν στρωμένο πάνω στο μικρό τραπεζάκι που βρισκόταν στο μπαλκόνι, που στεκόταν πάνω από εκείνα τα βράχια που τα έγλειφαν εκείνα τα κύματα που ξεκινούσαν από τόσα χιλιόμετρα μακριά μέσα στο χρόνο και μετέφεραν εκείνους τους κοιμισμένους και χορτασμένους τύπους μέχρι εκεί…

Μια τζούρα ήταν αρκετή, για να δώσει την υπέροχη γεύση। Κι ένα πέρασμα της γλώσσας πάνω από τα δόντια, για να νιώσει τον ψιλό αρωματικό κόκκο του καφέ να σπάει και να διαχέει το άρωμά του σε όλη τη στοματική κοιλότητα, μέχρι που να χαθεί βαθιά στο λάρυγγα...

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

το ταξίδι

(αφού διάβασα το "Το τρένο" του Ανδρέα Φουσακρίνη, http://koklas.blogspot.com )


(Στον Αντρέα)

Μέσα στην κάψα του θέρους
είχε αφήσει την πόλη του Θησέα
και είχε μπει στο τρένο για τον τόπο του,
με την κρυφή ελπίδα να δει τον άγγελό του.

Γύρω του κόσμος πολύς κι αδιάφορος
πνιγμένος στα δικά του πάθη κι απολαύσεις,
καθόλου δεν τον άφηναν να γύρει λίγο
και να’ βρει λίγη ησυχία στο κορμί και το μυαλό του.

Έκλεισε για λίγο τα δυο του μάτια
κι ονειρεύτηκε την όμορφη την κοπελιά του,
που η τύχη κάποτε τους έφερε κοντά
καθώς τον παίδευε πολύ να βρει άκρη για τη γενιά του.

Φέρνει στου νου την πρώτη εκδοχή,
πως ο παππούς του ήτανε γόνος αρχοντικός
μα σκάλωνε η χαρά του σαν έβρισκε
το όνομά του να σέρνεται μες τα ερείπια του Παρθενώνα.

Από την άλλη πάλι ήταν η αδελφή του
που δεν τον άφηνε πολύ στο όνειρό του,
ο κυνισμός της σκόρπαγε το αίμα το γαλάζιο
και το μπαστάρδευε με τον καρπό μίας ταπεινής γυναίκας.

Και ο δρόμος μαζευότανε σιγά σιγά
περνώντας από τη στενή κι ολέθρια δίοδο
που κάποτε ο βασιλιάς στα νιάτα του
πέρασε όλο δόξα και θέρισε τους φοβερούς ληστές της.

Η σκέψη του ήθελε να φεύγει πάντα
να αναζητά την επαφή του παρελθόντος
και να εξηγεί πώς γίνεται το χθες του καθενός
να είναι αιώνια μέσα του κι ας μη το ζει στο τώρα.

Στου Αράτου τα λιβάδια χάθηκε
ο νους χόρεψε για λίγο στο χρόνο μέσα
και η ματιά του έφτασε στα αχαϊκά βουνά
που έκρυβε και έθρεφε τα όνειρα βασανισμένων νέων.

Κάποια στιγμή το σώμα πετάχτηκε έξω
βρόντηξε πάνω στο κρύο και σκληρό τσιμέντο,
το αίμα κύλησε στη γη και η ψυχή πήρε το δρόμο τ' ουρανού

παίρνοντας μαζί της τα όνειρα και μια βουβή ματιά…
....από εκείνη!


Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009

Το πρώτο μου ταξίδι









έβαλα μια παναγίτσα στην τσέπη του μπουφάν μου

και κράτησα μές την ψυχή μου την ευχή της

ήταν η μάνα μου στραμμένη προς τον ήλιο

κι ήταν αδύνατον να δω αν στάζει δάκρυ στο λαιμό της


όλα τα όνειρα που πήρα μαζί τα είχα τυλιγμένα

με δυο πουκάμισα λευκά πολύ καλά σιδερωμένα

κι ένα κουράγιο μπόλικο το στρίμωξα κι εκείνο

μες τη σακκούλα που είχα βάλει τις δυο μπότες


βγήκα στη σκάλα του σπιτιού κι είδα το σκύλο κάτω

να κλαίει άσμα πικρό για το φευγιό μου

ένας πατέρας ήταν κρυμμένος καλά στην καμαρά του

μα ο καημός του ερήμαζε τους τοίχους


λίγες χεριές ελπίδας μάζεψα απ' τον κήπο

μες τις φανέλες έστρωσα σαν τη γλυκιά λεβάντα

και την αγνότητα που είχα γραμμένη στα βιβλία

την έβαλα παρέα με τον κόκκινο το σκούφο


μια πεταλούδα ξέφυγε από το μακρύ ταξίδι

κι ήρθε και στάλιασε στο ξηλωμένο μου το πέτο

μια αδελφή κουλουριασμένη στο δεξί μου πόδι

δεν ήθελε να χάσει τ' αδέλφι από κοντά της


ένα χαμόγελο καλά με μια λεπτή κλωστούλα

το έδεσα κοντά στο πάνινο το φυλακτό μου

και αυτό που μ' έκανε να λάμπω από μικρός

το κράτησα καλά κάτω απ΄το δεξί μου μπράτσο


κλειστά τα μαγαζιά στης κυριακής τη σχόλη

έκανε πολλά τα μάτια να στριμώχνονται κοντά μου

και η γιαγιά έτσι χαμένη που ήταν με χαιρετούσε

σαν να φευγε για άλλη μια φορά ο παππούς μου

......................


και κίνησα για το ταξίδι.....

"Αβεσσαλώμ" από το "Ο χρόνος της θυσίας"

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2009

ηρθες

Κωνσταντίνου Χατζόπουλου (Νέα Αθηναϊκή Σχολή)


http://users.ilei.sch.gr/vaspapadim/irthes_xatzopoulos/irthes.swf