ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Μετά τη σιωπή...


Μπροστά στο τελευταίο Ταξίδι ...
...σιωπή....
το μαντήλι γίνεται σεντόνι
για να μαζέψει τον πόνο...
το αίμα στην καρδιά στάσιμο
κι όλο το σώμα παγώνει ...
...σιωπή....
κι ένα σφύξιμο στα άκρα...
...σιωπή...
για λίγο ακόμα...
γιατί σε λίγο...
το ταξίδι αρχίζει
και
μια κραυγή έρχεται...
ανεβαίνει...
σπάει τα σφιγμένα δόντια...
τρυπάει τους τοίχους
και τρέχει...
τρέχει στους δρόμους
και ψάχνει ανάμεσα στους ανθρώπους
που βγαίνουν αυθόρμητα
και ζητάνε
ένα κομμάτι δικαιοσύνης...
μια μπουκιά αλήθειας...
μια γουλιά ασφάλειας...
για να σπάσουν το μαύρο του φόβου
για να δείξουν ότι υπάρχει ελπίδα.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

Ο Λαβύρινθος



.....................

'Αθικτοι και ακμαίοι
αμετάβλητοι στο χρόνο, ολόιδιοι
και ο Λαβύρινθος
και ο Μινώταυρος με το κεφάλι το απάνθρωπο...

Κι οι νέοι όλοι μαζί
γυμνοί μέχρι τ' αφάλι
περνούν κάθε ηλιοβασίλεμα την πέτρινη την πύλη...

Και στην πορεία τους αυτή στην μαύρη τύχη
στενάζουν πίσω τους πολλές ψυχές...

- κι ο χρόνος στάσιμος -
σαν ο Θησεάς αιώνια νήπιο μένει στην Τροιζήνα
και σαν ο σκώρος κατατρώει την κλωστή απ' το κουβάρι...

Κάθε που βγαίνει ο ήλιος
όλο και πιο πολλά νεκρά κορμιά μετράω
όλο και πιο πολλά κρανία τις γωνίες...

Τα μαύρα πανιά τον ουρανό της θάλασσας πληγώνουν
το μεγαλείο της Αθήνας αμαυρώνουν
κι ο καυχησιάρης βασιλιάς γελάει ακόμα....

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Όπως τότε....

Απόψε όλα είναι
κάπως…

Η σιωπή παράξενη
χτυπιέται στον τοίχο

Τα μάτια σφαλισμένα
ψάχνουν το όνειρο στο νωπό μαξιλάρι

Βαρέθηκαν τα χέρια να κρατούν το σκοτάδι για κάλυψη.

Έχω πεθυμήσει να σύρω έναν χορό
Δίχως
να μετρήσω βήματα
Χωρίς
να κάνω τη στροφή εκεί που πρέπει

Ένα χορό ελεύθερο
στο χώρο
Δίχως
να δέσω στη μέση μου ζωνάρι
Χωρίς
να μου κρατούν το χέρι

Ένα χορό δίχως να κλείνει σε κύκλο
Δίχως
να ντύνομαι με ψεύτικα στολίδια
Χωρίς
να κάνω σκέρτσα στον κόσμο.

Έχω πεθυμήσει
να βουτήξω στην αγκαλιά του Μορφέα
και να με δω να χορεύω -

ναι,
να χορεύωωωωωωω
με ανέμελο το βήμα μου
και με στροφές εκεί που
εγώ θέλω

νά’ χω τη μέση μου λυτή
το χέρι μου να χαιρετά τον ήλιο
μ’ ένα χαμόγελο γενναίο
Και τα μαλλιά να φεύγουν στον αγέρα.

Όπως τότε………

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Έχε γεια!


(Στο Αγνάντι)

Το γρασίδι πράσινο και ακμαίο
- καλά κουρεμένο

η μανόλια χαίρεται
...για λίγο τα σημερινά άνθη της

το αδέσποτο σκυλί παιδεύει
άλλο ένα ταλαιπωρημένο παπούτσι

το καράβι
στο γνωστό τελευταίο δρομολόγιο της ημέρας

ο νεαρός του πρώτου
- δε θυμάμαι το όνομά του -
απολαμβάνει τον έρωτα
πω, πω….
Πώς αντέχει;
έχει καύσωνα σήμερα…

η γιαγιά όπως πάντα στη βεράντα της
απέναντι από την ήλιο που σβήνει
με τα μάτια κλειστά αυτή και η αναπόλησή της...
ίσως στα χρόνια της ηδονής

ένα αυτοκίνητο ανεβαίνει τις στροφές του Αρέστι

το σπίτι της Αλεξάνδρας άδειασε
ίσως κάποιο κομμάτι από το παζλ κάτω από το κρεβάτι
κι ένα χάπι στο τραπέζι
- το νησί δε τη σήκωσε -

ο Νικόλας πάλι έπλυνε
αριστερά τα πουκάμισα,
δεξιά τα εσώρουχα,
στη μέση οι κάλτσες

ένα αεροπλάνο πετάει ψηλά,
ο ήχος του εκεί ψηλά μονάχα
ένα φίδι μαδάει πίσω του
κι ο απόηχος ξεθυμαίνει

η θάλασσα σήμερα είχε κύμα,
τα βράχια δροσίστηκαν
κι οι γοργόνες στο βυθό

τα κάγκελα θέλουν ξεσκόνισμα,
η αράχνη χαίρεται στον ιστό της
τα έντομα με καταριούνται

η μπουκαμβίλια φουντώνει όλο και περισσότερο…
ο αγέρας πιο δυνατός
κόκκινο χρώμα σκορπισμένο στο μπαλκόνι

ο ήλιος πνίγηκε στα κύματα
κι η νύχτα απλώνεται ήρεμη κι αυτή
- ήρεμος κι εγώ ετούτη τη νύχτα -

αναμμένα τα κεριά μου απόψε,
η μουσική δυνατά
– τελευταία ακούσματα
οι σκιές στους τοίχους έντονα
χορεύουν για λίγο ακόμα

δε θέλω να κοιμηθώ
- δε θα κοιμηθώ απόψε -

θα καθήσω τυλιγμένος
με τις όμορφες στιγμές της μοναξιάς μου
θα μιλήσω
με τους ανθρώπους του μυαλού μου
θα απολαύσω το πέρασμά τους
θα νιώσω τον ίσκιο τους
θα κρατήσω τη ματιά τους
θα γευτώ την ανάσα τους
θα αφουγκραστώ το γέλιο τους

έχω πολλούς ανθρώπους
– το νιώθω
και τους αγαπώ πολύ

αγαπώ τους ανθρώπους που μου λούζουν τα μαλλιά
αγαπώ τους ανθρώπους που μου δροσίζουν τα χείλη
αγαπώ τους ανθρώπους
αγαπώ τα πάντα τους….

άλλο ένα αυτοκίνητο
ανεβαίνει τις στροφές του Αρέστι
στη μια στροφή το μάτι σταματάει,
στην άλλη τρέχει και περιμένει

το άρωμα του βαλσάμικου στη μύτη μου
η γεύση της φρέσκιας ντομάτας στο λαρύγγι
η απαλότητα της καλοσιδερωμένης πετσέτας

τα τσιγάρα τελειώνουν,
πρέπει να κατέβω
και σε λίγο πάλι εδώ….

.......τα κεριά θα καίνε όλη τη νύχτα
- δεν μένει άλλη πια –
.......η μουσική παίζει συνεχώς
- δε θα παίξει άλλη νύχτα -

όλα είναι μαγικά
όλα είναι κάπως αλλιώς
όλα είναι υπέροχα
όλα είναι έτσι που ξανά δε θα’ ναι…

ετούτος ο χρόνος,
ο χρόνος της θυσίας

τούτοι οι μήνες,
οι μήνες της αναπάντεχης ανάγκης

τούτες οι βδομάδες,
οι βδομάδες της κρυφής σκέψης

τούτες οι μέρες,
οι μέρες της ανυπόφορης γνώσης

τούτες οι ώρες,
οι ώρες του ασφυχτικού πάθους

κάθε λεπτό,
κάθε δευτερόλεπτο δύσκολο,
αλλά και μοναδικό
για την ψυχή μου ολάκερη…

σταματώ σε κάθε μέρα
σταματώ σε κάθε γραμμένο
σταματώ σε κάθε βήμα
γονατίζω στη γωνιά της πόρτας
- εκεί που μπορώ να ελέγξω -

Στέκομαι στο σημείο που όλα είναι μπροστά μου
και τίποτα πίσω δεν μπορεί να με τρομάξει…
γιατί όλα είναι πια μπροστά μου

άλλο ένα τσιγάρο
άλλη μια σκιά στον τοίχο
- δημιούργημα του μυαλού και του καπνού
- αντανάκλαση μιας οπτασίας που φοράει στέμμα και κρατάει σκήπτρο

άλλη μια ματιά στη σκάλα…
το φως ακόμα σβηστό…

δε θα ξεχάσω εκείνο το βράδυ
που στάθηκε απέναντί μου
και στη σιωπή των ματιών
ούρλιαξα πίσω από την πόρτα…
- όνειρο ήταν -
λουσμένο με τον ιδρώτα μου

…. το φως των κεριών δυνατό
τα τύμπανά μου χτυπάνε για τα καλά
κατεβαίνουν ατέλειωτες κουβέντες,
ατίθασα τα σχεδιάσματα,
ισχυρές οι κραυγές της ψυχής

απόψε όλα ζωντανεύουν
απόψε όλα βγαίνουν στον ουρανό
απόψε όλα χορεύουν για τελευταία φορά!

......κίνηση στις στροφές του Αρέστι

ο Νικόλας με μια κοπελιά στην άλλη γωνία
την κρατάει στην αγκαλιά του
εκείνη με τα πόδια ανοιχτά
- πάνω του -
προετοιμάζει τη φύση της να γλεντήσει
πω, πω.....
Πώς θα αντέξουν;
η ζέστη έχει κάψει τον κόσμο της νύχτας

τα φώτα της απέναντι όχθης αόρατα

τα καράβια στο λιμάνι
ένας διάλογος στα αυτιά μου
ένα γέλιο που έρχεται από μακριά
ένα φρενάρισμα στην άκρη του μυαλού
με βάλλουν από παντού….

πόσο πόνεσα;
πόσο έκλαψα;
πόσο γέλασα;

οι πλανήτες μου στην τροχιά τους

η σκόνη που αφήνουν μαγική
τρελαίνομαι για μια ακόμα φορά
τη φορώ και περπατώ προσεκτικά

χορεύω τις νότες της Αλεξάνδρειας
ανοίγω τα φτερά του μυαλού
ζωγραφίζω τις εικόνες της νιότης μου
μαζεύω τα σεντόνια της ηδονής μου

έχω πια τακτοποιήσει τα πάντα στα κιβώτια οι στιγμές μου
στις βαλίτσες τα πάθη μου

το ταξίδι τελειώνει
- ήταν όμορφο, γεμάτο

το όνειρο το πρωί θα αλλάξει σώμα...

Θεέ μου, θα τρομάξει....

.....ένα αεράκι ταράζει το φως των κεριών....
τρομάζουν κι αυτά

εδώ και ώρα
ούτε ένα αυτοκίνητο στις στροφές του Αρέστι

κάποιοι έφυγαν
κάποιοι άλλοι θα φύγουν
και κάποιοι άλλοι θα έρθουν....

έτσι κυλάει ο χρόνος
πάνω στην ύλη και τρίβεται.

συνεχίζει ετούτο το αγέρι να δροσίζει το χώρο
το νησί φαίνεται πια να βρίσκεται στον ουρανό
πετάει ολάκερο....
πετάει μαζί με τα μαντήλια

τα χρώματα της ψυχής ξεχύθηκαν στον κήπο
το χορτάρι βάφεται σε διάφορες αποχρώσεις
τα χαμόγελα κρεμάστηκαν στα δέντρα
σαν δέντρα γιορτής χριστουγεννιάτικης

έλα κοντά μου αστέρι της νύχτας
- μείνε δίπλα μου
έλα κοντά μου πρωινή δροσιά
έλα κοντά μου φιλί αθάνατο
έλα κοντά μου εσύ....

μ’ ένα χέρι ψηλά

τα δάχτυλά μου στο έχε γεια…

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Τα νοτισμένα ρούχα...


Από μικρός είχα μια αδυναμία στις σταγόνες της βροχής...
στην ίδια τη βροχή!
Πάντα κρυφά από όλους,
όταν τα σύννεφα μαζεύονταν στον ουρανό και όλα έδειχναν ότι θα βρέξει,
έβρισκα κάποια δικαιολογία για να βγω στην αυλή του σπιτιού...
είτε για να φέρω ξύλα για το τζάκι,
είτε για να πάω μέχρι την αποθήκη και να γεμίσω τη μπουκάλα λάδι,
είτε να πάω λίγο ψωμί στο σκυλί...
Και περίμενα πάντα την πρώτα σταγόνα να στάξει στο παράθυρο της κουζίνας....
και τότε έβγαινα τρέχοντας...
με το κεφάλι ψηλά, ώστε οι σταγόνες να με χτυπάνε στο μέτωπο...
κατευθείαν μέσα στο μυαλό μου,
ανάμεσα στα δυο μου μάτια...
Τι όμορφα τα χρόνια εκείνα....
τι όμορφες βροχές... αθώες βροχές...

Μέρες τώρα βρέχει... βρέχει πολύ!
Κι εγώ στέκομαι που και που κάτω από κάποιο στέγαστρο
και κοιτάζω τη βροχή, καθώς πέφτει....
άλλοτε αθόρυβη και ήρεμη,
άλλοτε ηχηρή και άγρια....
μα τώρα πια δεν βγαίνω μπροστά της....
τη φοβάμαι!
Απλά....
αρκούμαι στα νοτισμένα ρούχα μου!

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

To δέντρο


Είναι ένα δέντρο
Που στέκεται έξω απ’ το παράθυρό μου
Έχει τις ρίζες του για τα καλά μέσα στο χώμα

Το βλέπω πολύ καιρό
Να προσπαθεί να κρατήσει τα φύλλα του
Έστω και ξεραμένα απ’ το βοριά που τα θερίζει

Κάθε πρωί
Μετρώ τα φύλλα του
Και όλο λιγότερα τα βρίσκω

Πριν ένα μήνα
Τα είχα μετρήσει και τά’ χα βγάλει δέκα

Πριν μια βδομάδα
Πάλι τα μέτρησα κι ήταν μονάχα τρία

Ξέρω ότι κάποιο πρωινό
Θα βγω και δε θα δω κανένα

Μα αυτό που με φοβίζει πιότερο
Είναι που δε θα έχω να πω στο δέντρο κάτι.

Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Σαν παιδί... και σαν άντρας...



Πάντα άκουγα... Σπάνια κοιτούσα...
Πάντα έγραφα... Σπάνια μιλούσα...

Αφουγκράσματα με το βλέμμα χαμηλό!
Στης πέννας το γύρισμα,ο λόγος βουβός!

Ένα παιδί ... κρεμασμένο στον ήλιο,
σώμα που ποθούσαν πολύ στης βροχής το ταξίδι,
ιδρώτας που τραβούσε τα όρνια στου αγέρα το πέταγμα,
ψυχή που την είχανε πνίξει!

Πάντα ακούω... και πάντα κοιτάζω...
Πάντα γράφω... και τώρα μιλάω...

Ακούσματα με τα μάτια ανοιχτά!
Στων γραμμάτων το άπλωμα, το στόμα ένας χείμαρρος!

Ένας άνδρας ... στο άρμα του Ήλιου,
σώμα πού’ χει βγάλει φτερά στις σταγόνες που πέφτουν,
δάκρυ που διώχνει τα τέρατα στου ανέμου το φύσημα,
ψυχή που γλεντάει!

Κυριακή 2 Αυγούστου 2009

Δυο όμορφα παιδιά



Δύο όμορφα παιδιά
περπάτησαν ξυπόλητα στην άκρη της σελήνης
Μίλησε το παιχνίδι… στο χέρι ένα σακούλι καραμέλες!

To ένα
βγήκε με όρεξη στου θερισμού τ’ αλώνι
Μίλησε το δρεπάνι κι ένα δεμάτι από στάχυα!

Το άλλο
έπλυνε το μαντήλι του στην όχθη του Βοσπόρου
Μίλησε η λάμψη και μια χούφτα από αχτίδες!

Πρώτη φορά...
που ο λόγος φάνταζε φτωχός και όχι απαραίτητος!

Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

και τα μυαλά στα κάγκελα....


(Στην Ιωάννα)

Είναι η στιγμή
- που θέλει -
να στάζει
όλες τις σκέψεις μες το σώμα
να νιώθει
ν’ αδειάζει το μυαλό
να κυλά
με ορμή μέσα στο φάρυγγα
να σπάει
η φλέβα των ματιών σαν φεύγει η φωτεινή αχτίδα.

Είναι η στιγμή
- που θέλει -
να γεύεται
το σώμα τη σκέψη τη βαθιά
να νιώθει
να γεμίζει ο νους
να χορταίνει
με πάθος το άδειο το στομάχι
ν’ ανοίγει
η θύρα των ματιών σαν φτάνει η δυνατή αχτίδα.

Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Το χαμένο χαμόγελο!



(Στον Άγγελο)

- Γιατί κλαις; Τί σού’ καναν;
- Μού το πήραν;
- Τί σού πήραν, καρδούλα μου;
- Το στολίδι μου...
- Τί σού στόλιζε, ψυχή μου;
- Το πρόσωπό μου.
- Ήταν μεγάλο;
- Όσο ολάκερος ο κόσμος για τους χαμένους!
- Ήταν ακριβό;
- Όσο και το χρυσάφι για τους φτωχούς!
- Ήταν σπουδαίο;
- Όσο και η ζωή για τους νεκρούς!
- Μα τέλος πάντων, τι ήταν;
- Το χαμογελό μου!
- .......
Αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν μαζί,
Ο ένας γιατί το έχασε,
Ο άλλος γιατί δεν το είχε ποτέ του!

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Το αερόστατο


-->
Ένα αερόστατο
πετάει στον ουρανό
κι ο κυβερνήτης του
απολαμβάνει το πέταγμά του
σίγουρος για το ύψος
που έχει δώσει.
Η ομίχλη όμως
του επιφυλάσσει μια έκπληξη.
Μπροστά του ένα όρος
με τη χιονισμένη του κορυφή αιχμηρή...
ή τσακίζεται στα βράχια
ή πετάει έναν απ’ τους πολύτιμους σάκους του.
Ποιον όμως να πετάξει;
Δεν έχει χρόνο να σκεφτεί...
Πώς να αποφασίσει;
Κλείνει τα μάτια
περιμένοντας τη σύγκρουση.
Είναι ζήτημα δευτερολέπτων!
Κάποια στιγμή τ’ ανοίγει
Και βλέπει την κορυφή πίσω του.
Ανακουφίζεται.
Το ταξίδι δε θα τελειώσει.
Χαίρεται.
Την ώρα όμως
που πάει να στρίξει το βλέμμα του
βλέπει έναν σάκο
ξεσχισμένο πάνω σ’ έναν βράχο,
την άμμο του σκορπισμένη στο λευκό χιόνι!
Το ταξίδι θα συνεχιστεί
Και μια ανάμνηση μαζί...

Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ ΤΑ ΨΙΧΑ

Ψηλαφίζω
την Ψυχή μου
και Ψαλιδίζω
τα Ψεγάδια της.
Ψάχνω
να της Ψωνίσω
ψωμί
αΨεγάδιαστο
και να Ψαρέψω
τα Ψάρια της.
Ψάχνω
στα έΨιλον
της τύΨης μου
και Ψηλά
υΨώνω
και Ψάλλω
της Ψυχής μου
τα Ψίχα.

"ΧΩΡΙΣ ΧΑΡΗ"

το νυΧτέρι
του Χειμώνα
ξεΧύνεται πάλι...
και Χιλιάδες
Χέρια
Χαρίζουν
Χαρά
που Χωλιάζει...
και Χιλιάδες
Χείλη
Χαρίζουν
Χαμόγελα
που μόλις αΧνίζουν...
ο Χώρος
Χάνει
το Χρόνο
κι ο Χορός
Χωρίς
Χειροκρότημα...
η ψυΧή
Χωρίς
ηλιαΧτίδα
Χαρμόσυνη,
Χωρίς
Χρυσάνθεμη
Χάρη.

"ΦΥΓΗ"

Φέτος
έΦυγε
Φουριόζα
η Φύση,
μην την προΦτάσει
ο Φονιάς
του Φεγγαριού....
μη και της Φράξει
το Φαράγγι
και Φυμώσει
τη Φωνή της....
μη και σΦραγίσει
το Φάρο
και φυλακίσει
το Φως της...
μη και Φουντώσει
τις Φωτιές
και αΦανίσει
τα Φύλλα της...
έτσι Φτωχή,
χωρίς Φτερά
και Φίλους
στη Φυγή της....

"ΤΟ ΤΑΜΑ"

για να σΤαμαΤήσω
να Ταΐζω
Τους
Τυχερούς
Τους
ναυΤίλους,
για να σΤαμάΤήσω
να Τραγουδώ
Τους
ΤεραΤόφορους
σΤίχους,
για να σΤαμαΤήσω
να Τρομάζω
σΤο
Τρίξιμο
Της
σΤενής
ΚαραβόπορΤας,
για να σΤαματήσω
να Τρέμω
Το
σκοΤάδι
της νύχΤας...
Τη ζωή μου
Την έκανα
Τάμα!

"ΣΠΑΡΑΓΜΟΣ"

Σαλεύω
τη Σιγή μου
και Σιγοντάρω
τα δικά Σου
Σινιάλα...
μέΣ το
κουραΣμένο
Σκοτάδι
προΣέχω
τις δικέΣ Σου
ΣαΐτεΣ
που ειΣχωρούν
ΣαδιΣτικά
μέΣα
Στο Σώμα...
Για λίγο ηΣυχάζω,
μα ΣαΣτίζω
σαν ο Στρατός
Σκορπάει
το Σιτάρι...
Σπρώχνω
τα Σαρίδια,
τα Σκουπίζω
και τα Σωριάζω
Στην είΣοδο,
Σφραγίζω
της θύραΣ
το Σύρτη
και Στριμώχνομαι
μέΣα...
μα Στην άκρη
τηΣ κάμαραΣ
βρίΣκω
πάλι το Στρώμα
Σε βαθύ
Σπαραγμό!

"ΡΥΜΗ"

Ραγίζουν
τα σύνοΡα
γης κι ουΡανού,
τΡέχει
ο πατέΡας
των άστΡων,
Ραντίζει
τα γαΡύφαλλα
με χΡώμα
χΡυσό,
την ώΡα
που τ' αγόΡι
ξεπΡοβάλλει
με οΡμή
και Ρωτάει
τον αγέΡα
ποτέ θα' Ρθει
το καΡάβι
να τον πάΡει
μακΡιά
στην καινούΡια
τη Ρύμη του.

"ΠΑΘΟΣ"

Περιφρονείς
τα Παρακάλια
των Πιστών
Παιδικών
Πατημάτων
και Προτιμάς
την Πορφύρα
των Παλατιανών
Πλουσίων
Παρθένων...
Πουλάς
το Πνεύμα
του Παντός
για Πετράδια
Που
σΠαταλιούνται
στα Πεζοδρόμια
και Παραβλέπεις
το Πελώριο
Πλήγμα
που διαΠερνάει
το Περίσσιο
το
Πάθος σου!

"ΞΑΓΡΥΠΝΗΜΑ"

Ξανά
θα Ξαγρυπνήσω
και Ξέρω
πως Ξανά
θα Ξαμολήσω
τα Ξάρτια μου
και θα ταξιδέψω
σε Ξέρες
αφιλόΞενες.
Ξανά
θα Ξενυχτήσω
και Ξέρω
πως Ξανά
δε θα Ξεφύγω
τους Ξιφοφόρους
που Ξαίνουν
την Ξανθιά
Ξαστεριά μου.
Ξανά
θα Ξανυχτήσω
και Ξέρω
πως Ξανά
δε θα Ξαγρυπνήσω
τις πυξίδες μου,
για να τρέΞουν
μέχρι το Ξημέρωμα
και να δείΞουν
πόσο δεν αΞίζει
τούτο το Ξαγρύπνημα....

"ΝΙΚΗ"

το Νεκρό
Νερό
δε δίΝει πια
καΝένα
Νόημα,
δε δίΝει πια
πΝοή και
Νεύρο...
τα ΝεαΝικά
τα σύγΝεφα
κατεβαίΝουΝ πια
στοΝ
άΝεμο
του Νότου
και έΝας
Νέος
λύΝει
τα όΝειρα
της Νύχτας...
μηΝ
ξεΝυχτάς...
η αΝατολή
θε Νάρθει
σύΝτομα
και από Νωρίς
θα Νιώσεις
τηΝ
Νίκη σου!

"ΜΟΙΡΑΙΑ ΜΥΗΣΗ"

τα βήΜατα
Μονότονα
και Μίζερα
Μακραίνουν
απ' τη Μικρή
Μολυβιά
που Μερεμέτισε
το Μελάνι
το Μαύρο...
όΜως
τα Μάτια
δεν αποΜακρύνονται
απ'το Μάννα
και το στόΜα
ακόΜα
Μιλάει
γεΜάτο
Με
Μέλι
για την Μονάκριβη
Μέρα
που Μπόρεσε
να
Μείνει
Μεγάλη,
παρά τις Μάχες
που έΜεναν
Μέσα
στο σώΜα
και δεν Μπορούσαν
να Μαλακώσουν
το Μίσος
για την Μοιραία
τη Μύηση.

"ΛΑΜΨΗ"

ΛάΛησε
το κεφαΛοπούΛι
της αυΛής,
τα ΛουΛούδια
Λουσμένα
στις στάΛες
Λαμπιρίζουν
στις γΛάστρες,
οι κοπέΛες
απΛώνουν
τα παπΛώματα
στα Λιακωτά,
πΛακώνουν
οι πΛανόδιοι
πωΛητές,
πΛούσια
και πΛουμιστά
τα Λόγια τους....
κι εγώ αγκαΛιά
με τον ήΛιο
ανατέΛΛω
και του Λέω...
καΛημέρα
βασιΛιά μου,
καΛημέρα
εΛπίδα
και Λάμψη μου!

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

"ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ"

ΚατέβηΚα
στον Κήπο...
Και
εΚεί
Κατάφερα
σαν Καπάτσα
Κυρά
να Κουράσω
τελιΚά
τους Κηφήνες
στο Κρυφό
το Κυνήγι τους.
Κι έτσι
Κέρδισα!
το Κεφάλι μου
Κίνησα
Και
Κοίταξα
τον Καυτό
τον Κύρη
της Κοιλάδας
με τους Κρίνους
να με Καρτερεί
με τις Κεραίες του
ΚαταΚόΚΚινες
Και
Και σαν δώρο μου
να Κρατά
την ΚατάΚτηση
του Κόσμου!

"ΘΥΤΗΣ ΚΑΙ ΘΥΜΑ"

χΘες
ξεσηκώΘηκε
ο Θάνατος
κι ήρΘε
στη Θύρα μου
να μου Θυμήσει
πως Θυσιάστηκε
το Θύμα
και πουΘενά
δε Θέλησε κανείς
να Θέσει
τα λάΘη.
Θεέ μου,
η Θύμηση
Θωπεύει
τον απάνΘρωπο
Θυμό μου...
Θεέ μου,
τα παΘήματά μου
Θαμπώνουν
το Θρήνο...
Θεέ μου...
ποιος το Θύμα
κι ο Θύτης;

"ΖΗΤΙΑΝΑ ΖΩΗ"

η Ζωή
Ζήτησε
Ζεστή
τη Ζήση της,
δίχως Ζαλάδες
στην πρόΖα της.
η Ζωή
Ζήτησε
Ζυγή
τη Ζαριά της,
δίχως Ζαβολιές
στη μιΖέρια της.
Κι αν το Ζήτησε,
όμως δεν έΖησε
Ζωηρή
τη Ζήτησή της...
και μεσ' τις Ζάρες της
μαράΖωσε
για πάντα Ζητιάνα
Ζωή!

"ΔΙΕΞΟΔΟΣ"

Δίπλα
στους Δυνατούς
Διστάζω,
Δειλιάζουν
τα πόΔια μου
και στο Δέρμα μου
Δε
Δίνει
γυαλάΔα
το Δάκρυ μου.
Μα Δίπλα σου
Διπλιάζω
τη Δύναμη
και Δέχομαι
τα Δώρα σου
αΔίσταχτα...
τη Δική σου
Δροσιά,
τα Δικά σου
σανΔάλια,
το Δικό σου
το λάΔι...
μια Διέξοδος!

"ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ"

Γυρνώ
στη Γυμνή
Γειτονιά μου
και Γυρίζει
το Γέλιο μου,
Γίνεται
πάΓος
Γαλάζιος,
Γεμίζουν
τα Γλέφαρα
παΓερές
σταΓονίδες...
Γυρίζω
κι εΓώ,
αΓΓίζω
την ξάΓρυπνη
έΓνοια μου
και Γεμίζει
η Γλώσσα μου
Γαλήνια
Γλύκα...
Γυρίζει
το Γνέψιμο
και Γίνεται
ΓαρΓάλημα
αΓάπης....
σε τόσα Γυρίσματα!

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

"ΒΥΘΙΣΙΣ"

Στην άΒυσσο
που Βρέθηκα
- Βαθειά και
άΒολα -
Βαίνω
στα Βάσανά μου...
όμως Βαστώ
τις Βόμβες μου
όταν θα Βγουν
οι Βιαστές
τη Βασιλική μου
τη Βομβάη
να ΒεΒηλώσουν
με τα Βαρύηχα
τα Βλέμματά τους
και τις Βδελυρές τους
Βασκανίες...
Βούρκος
Βαθύς,
Βαθειά
κι η Βύθισις!