ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Κάποιο καλοκαίρι

Τα καλοκαίρια δεν προδίδουν τους οπαδούς τους. Αισθάνονται ευγνωμοσύνη για την πίστη τους και δεν τους αφήνουν γυμνούς στις παραλίες κλέβοντάς τους το φως του ήλιου.
Ένα τέτοιο καλοκαίρι θυμάμαι κι εγώ. Ένα καλοκαίρι παθιασμένο, ερωτικό, πρωτόγνωρο...
Ήταν τότε που τα μαλλιά μου έπαιρναν χρώμα χρυσαφί κάτω από τον ήλιο και χρώμα άλικο κάτω από το φεγγάρι. Εκείνο το πελώριο αυγουστιάτικο φεγγάρι που με μετέφερε με τον δικό του μοναδικό και σιωπηλό τρόπο στα σεντόνια της γυμνής αλήθειας, όπου τα σώματα δεν είναι αρκετά για να τα γεμίσουν, αλλά απαιτείται η ψυχή και το φτερούγισμά της. Το φτερούγισμα που ένιωσα καθώς χανόμουν μέσα στο βλέμμα εκείνης της αιθέριας παρουσίας που εμφανίστηκε μπροστά μου σαν πυγολαμπίδα και φώτισε με ρυθμό και ηδονή το σκοτάδι. Σιγά σιγά το πέρασμά της ήταν και πιο έντονο, η προσέγγιση πιο ισχυρή και τέλος η εισβολή της εκρηκτική...

Το πλέξιμο των ποδιών μας κάτω από το μικρό στρογγυλό τραπέζι έδιναν τις πρώτες διακριτικές προσκλήσεις, τις πρώτες δειλές υποσχέσεις αληθινής απόδρασης, ενώ το ολοστρόγγυλο φεγγάρι του Αυγούστου συνέχισε να προσφέρει την καθαρότητά του και την πληρότητά του. Τα μάτια μας είχαν ποτιστεί από την αγνότητά του και πρόφεραν με τέλεια άρθρωση τα συναισθήματα της ψυχής, αλλά και τις επιθυμίες της σάρκας μας. Το καλοκαίρι αυτό άρχισε να δείχνει το αληθινό του πρόσωπο. Ήθελε να δώσει την ευκαιρία για τη δημιουργία μιας αλήθειας. Ήθελε ωστόσο δύναμη το πρώτο άγγιγμα, το πρώτο πιάσιμο της παλάμης από την άλλη παλάμη που απεγνωσμένα προσπαθούσε να φτάσει στο τέλειο άγγιγμα. Ήταν αληθινός ο πόθος της αναζήτησης στη μυστήρια χούφτα της. Ήταν όμως και οι εμμονές του μυαλού που μου άνοιγαν μπρος μου άλλες σκηνές, άλλες σκιές...
Η παλάμη εκείνη όμως δεν ήταν μια κοινή παλάμη. Ήταν ολόκληρος ο κόσμος της που με σιγουριά με άφηνε να τον γνωρίσω. Ήταν πανέμορφη εκείνη η αίσθηση της ψιλάφισης. Ίσως γιατί το είχα ονειρευτεί πολλές φορές. Ένιωθα ότι εκείνο το καλοκαίρι μου έδινε την ευκαιρία να πιστέψω στη δύναμή μου. Χρόνια ολάκερα έβλεπα τη ζωή μου να χάνεται και μαζί της να παρασέρνει ανώφελα την παιδικότητά του, τη νεότητά μου να ρουφάει...
Πάνε οι σκιές, βούτηξαν μέσα στα κύματα και μόνο το φεγγάρι - εκείνο το αυγουστιάτικο φεγγάρι - είχε μείνει στην επιφάνεια της θάλασσας να κολυμπά ανάλαφρα. Πέταξα τα παπούτσια μου και άφησα τους πατούσες μου να περπατήσουν στα υγρά τα φύκια. Ξάπλωσα μαζί της στα ζεστά ακόμα βότσαλα και έκλεισα τα μάτια. προχωρούσα σιγά σιγά στη μύηση που ήθελα να φτάσω. Προχωρούσα ορμητικά σαν ακυβέρνητο καράβι, παραδομένο σε ταξίδι μυστήριο καθώς ένιωθα τα κύματα των δακτύλων της να χώνονται μέσα στα μακριά μαλλιά μου και να τα λούζουν με μια παράξενη ηοδή. Χαιρόμουν κάθε πίεση του αντίχειρά της στο σημείο που ο αυχένας σχηματίζει το βαθύ του αυλάκι και γίνεται διάδρομος για το γλυκό ανατρίχιασμα που θέλει να ποτίσει ολόκληρο το σώμα. Όμορφες και οι παραισθήσεις μου. Ο κόσμος μέσα μου έμοιαζε πια φιλικός, γιατί εκείνη τη στιγμή κάθε της άγγιγμα, κάθε στοργικό χάδι αφαιρούσε από τη μνήμη μου κάθε άλλη σκιά που με είχε πληγώσει...

Ο αγέρας είχε πια γαληνέψει τη φύση μας. Οι δρόμοι πια ήταν φωτεινοί κι απέραντοι. Ο χώρος ανυπόκριτος και ο χρόνος ανύπαρκτος. Τα μάτια εκεί μα οι κόρες τους γυρισμένες ανάποδα. Τα τυφλά πρόσωπα έλεγχαν τα πάντα με τη δύναμη της ανάσας που έβγαινε από τα ρουθούνια. Προσεχτικά τα χείλη διέσχιζαν τον αέρα και πάντα με την όσφρηση για οδηγό τους κατάφερα να έρθουν στην πρώτη τους επαφή. Έτσι τυφλά παρέμειναν και απολάμβαναν για ώρα την απαλότητα που έβγαινε από μέσα τους. Ένας νέος κόσμος εικόνων παρουιάστηκε στον καθαρό ουρανό. Ένα στρώμα αφρού που σε περίμενε να πέσεις από πολύ ψηλά σαν χορευτής, σαν ακροβάτης που αφήνει ελεύθερα τα χέρια του και είναι έτοιμο να χαράξει πορείες προς κάθε μεριά του ορίζοντα. Το καλοκαίρι συνέχιζε να είναι εκεί. Τα πρόσωπα συνέχιζαν να χορεύουν εκείνο το μαγικό χορό, τον ελεύθερο που σιγά σιγά απλωνόταν στα γυμνά σώματα. Το πάθος βρήκε διέξοδο στα χέρια και ένα δάκτυλο έγινε παιχνίδι μες στα χείλη. Το στόμα της πιπίλιζε την άκρη του δακτύλου μου λες και σε εκείνο το σημείο είχε βρεθεί η μυστική πηγή απ' όπου θα επακολουθούσε η επιβεβλημένη αφυδάτωση του κορμιού μου και η παράδοσή μου στις άγριες επιθυμίες της φύσης της. Γιατί είναι αλήθεια... όλα υπαγορεύονται από τη φύση και μόνο κάποιες αναστολές παραμορφωμένων ανθρώπων μάς κρατούν μακριά από την αλήθεια μας. Η ζωή μας σκοτώνεται από τους τύπους, δολοφονείται από τις συμβάσεις και τις υποκρισίες. κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ή δε θέλει να καταλάβει... το καλοκαίρι θέλει χρώματα ζωντανά στα ρούχα, αλλά και χρώματα φωτεινά στα μάτια και στην ψυχή... θέλει δύναμη στα οστά των ανθρώπων, θέλει θέρμη στο αίμα... διαφορετικά το σώμα σαπίζει.

Η νύχτα γινόταν η βάση της εξαίρετης πράξης, καθώς κάθε κύτταρό μου έπαιρνε ζωή από τη ζεστή της ανάσα και κάθε κύτταρό της έπαιρνε ζωή απ'τη δική μου. Εκεί ανάμεσα στα φύκια, κοντά στο σκάσιμο του κύματος γεννήθηκε ένα πλάσμα που η θάλασσα το δέχτηκε με μεγάλη χαρά.

Εκείνο το καλοκαίρι δε μας πρόδωσε, γιατί πιστέψαμε στη δύναμή του, το πήραμε στα χέρια μας, το αγκαλιάσαμε κι εκείνο μας κέρασε με το δώρο της λύτρωσης!

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Η λήθη

Πάντα κοντά στο συρματόπλεγμα

θα ζητώ την ευκαιρία,
την αφορμή για να πηδήσω...

αφού εδώ που κλείστηκα
μόνη μου απόλαυση η λήθη,

οι μέρες που σβήνουν απ'τη μνήμη μου
κι η ηδονή που στέγνωσε
πάνω σε τούτα τα μουντά τα σεντόνια.

Στο γύρισμα του φεγγαριού




Μέσα στους δρόμους
γυρίζουν τα πόδια γυμνά
και δεν βρίσκουν στην άκρη τους
λίγη φροντίδα,
τα σοκάκια της σκέψης μου
μένουν βουβά
τα παιδιά που τα τρέχανε
πάλι δεν είδα.

Ένας σπίνος μικρός
ζαλίζει μια βιόλα
μες το κόκκινο χρώμα της
ζητάει να μπει,
στων χεριών τα σκοτάδια
χαθήκανε όλα
σαν ο χρόνος στενεύει
δίχως να' χει πνοή.

Στον καυτό τον αγέρα
πετάει ένα στάχυ
και σκορπίζονται οι σπόροι
στην κόκκινη γη,
τα στερνά μου τα όνειρα
γίνανε στάχτη
δε γεμίζουν τα μάτια μου
μ' άλλη ψυχή.

Την νύχτα ανασταίνεται
όμως μια φωνή
κι η σελήνη μαζεύει
τα μικρά της αστέρια,
απ' τη θάλασσα βγαίνει
μια νέα ζωή
θα κρεμάσει στους ώμους μου
δύο όμορφα χέρια.

θε' να βρουν μια φροντίδα
τα γυμνά μου τα πόδια
και στο κόκκινο θα' βρει
καταφύγιο ο σπίνος,
το χρυσό μας το στάχυ
θα ξανάβρει τ' αλώνι
κι η σελήνη στα ουράνια
θε να λάμψει σαν κρίνος.

Τα σοκάκια της σκέψης μου
θα γεμίσουν πάλι παιδιά
θα βραχούνε τα χέρια
με ολόφρεσκο νάμα,
στ' όνειρό μου θ' ανθίσει
μια αιώνια ματιά
και στους ώμους θ' αράξεις
δίχως άλλο πια κλάμα.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

E... K... T... O... Σ...

Έ...να όνειρο διπλωμένο και ριγμένο στα συρτάρια της ζήσης
δίχως λίγο ήλιο χρισμένο τη στιγμή της μοιραίας της δύσης.

Κ...αι το στρώμα γυμνό και χαμένο στο δρόμο της ευκολίας
δίχως λίγο σεντόνι λευκό τη ώρα της καθ' αγγελίας.

Τ...ο δάκρυ κι αυτό πετρωμένο στ'αγγίγματα της μυστήριας κλήσης
δίχως λίγο λόγο γλυκό στην ολοκλήρωση της γρήγορης πτήσης.

Ό...πλο όμως παραμένει οργισμένο στα ρινίσματα του αιώνιου λάθους
δίχως όμως βόλι κανένα στα πλευρά του άτιμου πάθους.

Σ...τίγμα με τέλειο τρόπο δεμένο στη σάρκα της αδύναμης φύσης
δίχως μάλιστα σθένος για να βρει την ευκαιρία μιας λύσης.

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

A...Π...Ω...Λ...Ε...Ι...Α...

Α - φού είναι περασμένη η ώρα της εισόδου και μετρημένα τα εισιτήρια της παράστασης

Π - άλι μονάχα τις ατελείς χρωματιστές φωτογραφίες κοιτάζεις στο πρόγραμμα

Ω - στε η επιθυμία της θέασης να εξαφανίζεται. άραγε οριστικά;

Λ - ίγες τελικά οι σειρές στην πλατεία μετά το χθεσινό φιάσκο της πρεμιέρας

Ε - κεί μόνο λίγοι κι οι πεζοί θεατές που θέλουν να λαδώσουν λίγο το μάτι τους

Ι - σως ελπίζοντας σε μια πρόσκληση ν' ανεβούν κι αυτοί στο πατάρι της τριμμένης σκηνής.

Α - λλά κι εσύ μην προβάλεις φτηνές δικαιολογίες, αφού και για σένα είναι ... ΑΠΩΛΕΙΑ.

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ...ΑΘΩΟΣ

Αντικρίζοντας τη Θεία Δίκη
κι
Ανασκουμπώνοντας τα βαριά μου στοιχεία,

Αναιρώντας την τυπικότητα των ιεραρχιών
κι
Απορρίπτοντας τη μυθοποίηση των αξιών,

Ανατινάζοντας τη σεμνότητα των ιδεών
κι
Αντικρούοντας τις υποκρισίες των μαρτυριών,

Ανακρίνοντας τις σκιές του παρελθόντος
κι
Αποκαλύπτοντας τη λεπτότητα των υποθέσεων,

Αποβλέποντας την πλήρη δικαίωσή μου
κι
Αναμένοντας την καταδίκη των ιπποτών,

Αναφωνώ τη μονολεκτική απολογία μου :

Αθώος!

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

Π...ό...ν...ο...ς

Π άγος με έλουσε,
σαν η φύση πληγώθηκε
και το στόμα σαν έγειρε
να φιλήσει το χώμα το βρόμικο.

Ό νειρα μ'άφησαν,
σαν η μέρα εφάνηκε
κι οι φωνές των τελάληδων
μου προσφέραν ειδήσεις φτηνές.

Ν ταούλια με κύκλωσαν,
σαν η κοροϊδία γελούσε
και μου φόρεσε κόκκινο ρούχο
να τιμήσει τον νου μου την ηλίθιο.

Ό ρκοι μ' απάτησαν,
σαν τα μάτια δε δάκρυσαν
μα γυρίσαν αλλού
και το "παν" περιφρόνησαν.

Σ άλπιγγες με συνόδευσαν
σαν η νίκη πλανήθηκε
και το εγώ πάλι πίσω στάθηκε
απ' αυτό το συναίσθημα.

Λ...Α...Τ...Ρ...Ε...Ι...Α...





















Λουλούδια φυτεμένα στο χιόνι
κι ο κόσμος μας γέμισε φύλλα...

στου ανέμου το απόσταμα
η παγωνιά άπλωσε το νυφικό της.

Αναμμένα τα ξύλα στο πλάι
κι η γωνιά μας γεμάτη πυγολαμπίδες...

στη μνήμη που ταξιδεύει
οι τοίχοι που μπουχτίζουν εικόνες.

Τραγούδια χωρίς λόγια
και το δώμα γεμάτο κορμιά...

στης νύστας το σβήσιμο
η έμπνευση φόρεσε στη μέση μαντήλι.

Ραγισμένα φαντάσματα
κι ο νους σε αμέτρητα ψίχαλα...

στης τύχης το χέρι
η μοναξιά που φουντώνει στα μάτια.

Ελεύθερη πτώση του χρόνου
κι η χαράδρα πάντα φοβίζει...

στα ρούχα που φθάρθηκαν
το στήθος φαντάζει ανίσχυρο.

Ικεσίες που αγαπούν το σκοτάδι
κι η βροχή ριχνεί βελόνες πικρές...

στης νίκης το πρόσφορο φως
η ευχή δεν έχει πια ήλιο.

Αγάπες που νύχτωσαν
και δώρο ψιχάλας αθόρυβης...

το τέμενος μια αγκαλιά
η Μούσα της ποίησης η μόνη λατρεία μου.