Ένας σπίνος
πετούσε ψηλά στον ουρανό
κοντά σε έναν ήλιο...
κουράστηκε...
ήθελε να πιει λίγο νερό
ήθελε να δει την ομορφιά του
γι' αυτό
κατέβηκε κρυφά
σε μια λακούβα με νερό
- ήτανε διψασμένος
- συνάμα και περίεργος
πίστεψε ότι η βροχή θα ήταν εκεί
- πιστή
πίστεψε ότι το χώμα
δε θα κατάπινε τις σταγόνες της
και πως θα σκεφτόταν
ότι υπάρχουν κι άλλα ζωντανά
- διψασμένα και περίεργα
όμως ο Ἀδης
δε επέτρεψε στο χώμα κάτι τέτοιο
έδωσε αμέσως διαταγή
όσο νερό κι αν μαζευτεί
να φύγει προς τα κάτω
είπε :
έχω δω κάτω κι εγώ
πολλά δικά μου ζωντανά
- κι αυτά 'ναι διψασμένα
για λίγο νεαρό κρυστάλλινο υγρό
απ' του ουρανού τα μέρη
ο σπίνος δεν τον άκουσε ποτέ
τον Άδη να φωνάζει
μονάχα έφτασε δειλά
στην άκρη της λακούβας
- πάντα διψασμένος
και ήλπιζε ότι θα δει το είδωλο
να του χαμογελάσει
και μια σταγόνα από νερό
να του δροσίσει τη ζωή του
- πάντα ανόητος
όμως το χώμα ήταν στεγνό
και ο καθρέφτης πια χαμένος
μια τρύπα μόνο φαίνοταν
με φόρα προς τα κάτω
κι ένα μάτι να κοιτά
τον άμοιρο τον σπίνο...
έφυγε γρήγορα από κει
- μια δίψα αιώνια