Έξω απ' τα τείχη του στέμματος
μόνο μέλη σφαγμένα θωρείς
- ακρωτηριασμένα τα χέρια, τα πόδια, η ζωή...
Στις γωνιές λίγοι άνθρωποι
περιμένουν - τι άλλο άραγε μπορούν να κάνουν;
μία στάση απομένει - αυτή της παράκλησης -
για την άλλη - της Στάσης
αυτή για καλά ξεχασμένη
(το καμτσίκι του άρχοντα χτυπάει καλά την κλείδα στο γόνατο)
Η γροθιά των κομμένων χεριών
δεν έχει πλέον τη δύναμη
να υψωθεί στον αγέρα
- το νεύρο που τη δένει με το νου και κείνο σχισμένο στη μέση
με μαχαίρι καλά τροχισμένο
στου παλατιού τα σκοτεινά εργαστήρια - .
Κάπου κάπου ένα βλέμμα σηκώνεται
απ' το μάτι που κυλάει στο δρόμο της πείνας
σταματά και χαζεύει τον ήλιο
- τι να σου κάνει άμοιρο κι η αχτίδα; -
Τόσα έτη φωτός που διανύει απ' το σύμπαν ερχόμενη,
πώς να καταφέρει να κρατήσει ζεστή την ελπίδα σου;
Έξω απ' τις πύλες του στέμματος
μόνο μέλη σφαγμένα θωρείς...
Μέχρι ποτέ;