Από
τις τρεισήμισι μέχρι τις πεντέμισι
Ξεκινούσε πάντα γύρω
στις τρεις και μισή από το σπίτι του. Ήξερε πια ότι δε θα του πάρει πάνω ἐνα
μισάωρο να φτάσει στο καφενείο. Κοντοστεκόταν πάντα στο μέσον της διαδρομής. Ακουμπούσε
το χέρι του σε μια κολόνα, για να ξεκουράσει το κουρασμένο του κορμί και
ξεκινούσε και πάλι. Αν πάλι ήταν καρφωμένο σε αυτήν κάποιο κηδειόσημο, έμενε
λίγο παραπάνω και το διάβαζε σχολαστικά... όνομα... ηλικία... οικογένεια...
χωριό... ημερομηνία κηδείας. Έφτανε έξω από το καφενείο εξαντλημένος από την
πεζοπορία, καθόταν για λίγο σε μια καρέκλα στο μπαλκόνι και στη συνέχεια
έμπαινε μέσα. Χαιρετούσε επιλεκτικά τους υπόλοιπους θαμώνες. Η ζωή τού είχε
αφήσει πια και φιλίες και έχθρες που αν πρόσεχες λίγο περισσότερο κατά την
είσοδό του τις έβλεπες να εμφανίζονται και να εκφράζονται στα γύρω τραπέζια... «Καλώς
τον μπάρμα!» από τη μια μεριά... «Πάλι εδώ τούτος!» από την άλλη ή και κάποιος
μορφασμός αποδοκιμασίας και απέχθειας. Κι οι λόγοι διαφορετικοί για τον καθένα,
κτηματικές διαφορές, διαφορετική πολιτική ιδεολογία, οικογενειακές αντιδικίες,
ερωτικοί ανταγωνισμοί και άλλοι που δεν μπορούσες να ξέρεις, γιατί ποτέ δεν
αποκαλύπτονταν από κανένα τους.
Προχωρούσε πάντα για
το ίδιο τραπέζι. Δεν υπήρχε περίπτωση να καθήσει σε κάποιο άλλο. Κι αν έβλεπε κάποιον
άλλο στη θέση του, δεν προχωρούσε, παρά στεκόταν για λίγο στην πόρτα και έκανε
μεταβολή. Έβγαινε στο δρόμο και έκανε έναν μεγάλο περίπατο στα σοκάκια της πάνω
γειτονιάς, χαζεύοντας τα σπίτια και τους κήπους, φέρνοντας στο μυαλό του άλλες
εποχές. Τότε που το χωριό δεν το είχε χτυπήσει η εξέιλξη και ο πολιτισμός. Επέστρεφε
από τον ίδιο δρόμο και ξαναέφτανε μέχρι την πόρτα του καφενείου. Αν έβλεπε ότι
ακόμα η θέση του ήταν πιασμένη, προχωρούσε βρίζοντας μέσα από τα δόντια του και
σαν σκυλί που γρυλίζει προσπαθούσε να βρει τρόπο να διώξει τον σφετεριστή. Πλησιάζοντας
στο τραπέζι μπορούσε να έχουν συμβεί δύο τινα. Ή η θέση του θα τον περίμενε
άδεια, αφού αυτός που καθόταν πριν θα σηκωνόταν διακριτικά και δήθεν αδιάφορα,
για να μην φανεί η ήττα του, ή θα πήγαινε ο ίδιος και με το βλέμμα του θα τον
ανάγκαζε να σηκωθεί.
Αλλά και όταν καθόταν
στη θέση του, Δεν μπορούσες να πάρεις πρωτοβουλία και να υποδείξεις εσύ το
χρόνο έναρξης της όλης διαδικασίας για την παρασκευή του καφέ του. Κάποια πράγματα
έχουν τους δικούς τους κανόνες, τους δικούς τους κώδικες. Μιλάμε για
ιεροτελεστία. Γι΄ αυτό και το μπρίκι δεν μπορούσε να μπει στη φωτιά, πριν καθήσει
ο μπάρμπας και πριν παραγγείλει ο ίδιος. Η όλη διαδικασία ξεκινούσε, με την εντολή
του... «χτύπα τον!», αφού πρώτα θα έβγαζε από τη δεξιά του τσέπη το ακριβές
αντίτμο, το ποίο και θα ακουμπούσε πάνω στο τραπέζι. Από εκείνη τη στιγμή
ξεκινούσε και η αγωνία του τεχνίτη.... πόσο νερό, πόσο καφέ και πόσο ζάχαρη; Γιατί
πάντα έπρεπε να έχεις στο μυαλό του, τι πρόκειται να ακούσεις μετά την πρώτη
γουλιά. Μόνο έτσι θα κατάφερνες να είσαι σωστός καφετζής για τον μπαρμπα Γιώργο.
Προσοχή, λοιπόν στο χτύπημα, προσοχή στη βράση και πάνω απ’ όλα προσοχή στο άδειασμα
του καφέ στο φλυτζάνι. Μετά ακολουθούσε και το σερβίρισμα.... όχι κουλουράκι! Ο
καφές πρέπει να πίνεται ασυνόδευτος. Μόνο έτσι τον καταλαβαίνεις. Ο,τιδήποτε
άλλο χαλάει τη γεύση του και την απόλαυσή του. Και τα σχόλια καθημερινά... Πάλι
τον έκαψες; ... Δεν τον πρόλαβες! .... Α! Μια χαρά, σήμερα! ... καφές είναι
τούτος εδώ ή χορτάρι! ... Αυτός είναι καφές! ... τον πέτυχες! Χαλάλι σου! Μια
λαδάτη, μια ξυδάτη... έτσι σε πήγαινε ο μπάρμπας. Ποτέ δεν μπορούσες να είσαι
σίγουρος για το τι είχες φτιάξει. Πότε δεν θα ήσουν βέβαιος ότι τελικά μπορείς
να αποκαλείς τον εαυτό σου τέλειο καφετζή. Γιατί, όλοι οι άλλοι δε σου έλεγαν
ποτέ κάτι για το καφέ που τους έφτιαξες. Ο μπάρμπας, όμως δεν ήταν ποτέ διακριτικός
και ποτέ δε θα σου χαριζόταν, αν κάτι δεν του πήγαινε. Παραπονιόταν και
δυσανασχετούσε εύκολα. Η σκέψη του ήταν συνδεδεμένη απόλυτα με τη γλώσσα του. Άμεση
η απόκρισή του σε ό,τι άκουγε, σε ό,τι τον ρωτούσαν. Μερικές φορές, νόμιζες ότι
η ευγένεια δεν ήταν χαρακτηριστικό του. Γι’ αυτό και η προσβολή που μπορεί να
δεχόσουν από αυτόν, έχανε το ηθικό της βάρος. Ίσως γιατί είχες πείσει τον εαυτό
σου ότι ανήκεις στους ανθρώπους που ο μπάρμπας είχε αποφασίσει πια για τα αισθήματά
του για σένα. Άρα περιττή η οποιαδήποτε προσπάθεια να τον κερδίσεις. Χαμένος
κόπος!
Λίγα τα λόγια του,
λίγες οι κινήσεις του, πολλές οι ματιές και οι σκέψεις του. Απέναντι στην αναμένη
τηλεόραση, θα τον έβρισκες πάντα επικριτικό. Οι «ξεβράκωτες» του προκαλούσαν αηδία,
οι «λελέδες» απέχθεια. Το να μην προσέχεις το ντύσιμό σου, το θεωρούσε προσβολή.
Κι αυτό μπορούσες να το καταλάβεις από τον τρόπο που ντυνόταν και αυτός. Πάντα
προσεγμένος και καθαρός. Ακόμα και για την εμφανισή του στο καφενείο, θα έλεγε
κανείς ότι πριν βγει από το σπίτι του, έλεγχε το τι θα φορέσει και αν αυτό θα
τον προστέτευε από την οποιαδήποτε κακή κριτική από τους άλλους. Γι’ αυτό και όταν
έμπαινε καμιά παρέα κοριτσιών ή αγοριών, για να ξεδιψάσουν ή να πάρουν κάποιο
αναψυχτικό, ο μπάρμπας κάρφωνε τα μάτια πάνω τους και σίγουρα δεν γλίτωναν τα
καημένα τα τα παιδιά τα υποτιμητικά σχόλιά του, άλλοτε για τη συμπεριφορά τους
και άλλοτε για την περιβολή τους. Ο μπάρμπας θεωρούσε ότι η εποχή μας έχει
διαφθείρει τη νεολαία και έχει αλλάξει τα ήθη. Και σε αυτό το θέμα δε σήκωνε
κουβέντα, όσο κι αν προσπαθούσες να τον πείσεις ότι ο κόσμος αλλάζει και ότι οι
αλλαγές αυτές έχουν και τα θετικά τους. Ήταν κάθετος.
Κι όταν ο καφές
τελείωνε, θα ακολουθούσε πάντα η πασιέτζα... για να περάσει η ώρα. Στα απένανι
τραπέζια, οι υπόλοιποι – φίλοι και εχθροί – με τις δικές τους πασιέτζες, με τις
δικές τους προοδοκίες στα χέρια. Πρώτη... δεύτερη... τρίτη... ίσως και
τέταρτη... για να βγει κάποια μέχρι το τέλος. Κι αν δεν έβγαινε καμία... τότε
θα πετούσε τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι και με βηματισμό που έδειχνε τον εκνευρισμό
του θα έβγαινε στο μπαλκόνι και θα καθόταν και πάλι στη συγκεκριμένη καρέκλα
και στο συγκεκριμένο σημείο... μακριά από τα ρεύματα του αέρα που θα μπορούσαν
να του δημιουργήσουν κάποιο πρόβλημα υγείας και να τον ρίξουν στο κρεβάτι. Σε εκείνη
τη θέση θα καθόταν μέχρι τις πέντε. Μετά θα επέστρεφε στο εσωτερικό του
καφενείου. Ακόμα και όταν ήταν καλοκαίρι, δε θα έμενε έξω. Θα καθόταν και πάλι
στη θέση του και θα σου έκανε νόημα να του ετοιμάσεις το ουζάκι του. Αλλά και
πάλι θα έπρεπε να προσέξεις στο θέμα του σερβιρίσματος. Έπρεπε να έχει τόσο
πάγο, ώστε να μη χάσει ούτε τη σπιρτάδα του και τη γεύση του, ούτε όμως να μην
έχει τη δροσιά που πρέπει να έχει. Δύσκολη στιγμή κι αυτή για τον καφετζή μέχρι
να μετρήσει τη σωστή δόση του ούζου και το μέγεθος του πάγου. Τρία κομματάκια
φέτα σε ένα πιατελάκι και κατευθείαν στο τραπέζι, περιμένοντας πάντα το θετικό
ή το αρνητικό σχόλιο του μπάρμπα... – πάλι ζεστό είναι! ... Α! ωραίο που είναι
το άτιμο! ... τυρί είναι αυτό ή
ασβέστης;
Λίγες ματιές ακόμα
στην τηλεόραση, μερικά ακόμα σχόλια για τον ξεπεσμό του σύγχρονου ανθρώπου, την
εξαφίνιση του σεβασμού και της αξιοπρέπειας και επιστροφή πάλι σε μια σιωπή
παράξενη και αξιοπερίεργη. Λες και ταξίδευε σε άλλες εποχές, λες και ο κόσμος
του γυρνούσε προς τα μέσα του. Το καταλάβαινες, γιατί οι κουβέντες του απευθύνονταν
σε άλλα πρόσωπα, που δεν γνώριζες, σε καταστάσεις που δεν ήξερες πότε είχαν
συμβεί. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που έπρεπε να βρεις τον τρόπο να τον
ακολουθείς σε αυτά του τα πισωγυρίσματα, για να μην τον κακοκαρδίσεις. Κι αυτό
για λίγο χρονο ακόμα, μιας και σε λίγο θα έπρεπε να πάρει το δρόμο της επιστροφής
για το σπίτι του...
Αυτός ήταν ο μπαρμπα-Γιώργος ...
από τις τρεισήμισι μέχρι τις πεντέμισι.