ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Τρίτη 19 Απριλίου 2022

 

«Ξύπνα, Μαρίτσα μου, είναι ώρα...»


- «Ξύπνα, Μαρίτσα μου, είναι ώρα...» Αυτή η κουβέντα της έχει μείνει καρφωμένη στο μυαλό της κι ας έχει φτάσει πια τα ογδόντα. Της την έλεγε η μάνα της, λίγο πριν τις δύο μετά τα μεσάνυχτα... χειμώνα, καλοκαίρι. Έπρεπε να σηκωθεί και να την ακολουθήσει μέχρι το φυλάκιο της γραμμής, ένα χιλιόμετρο από το σπίτι τους... το πατρικό της μάνας της, που βρισκόταν δίπλα ακριβώς στις ράγες του τρένου. Εκεί μένανε ολομόναχες μάνα και κόρη, μιας και ο πατέρας της Μαρίστας είχε πεθάνει στον πόλεμο του 40.

Τα πρώτα χρόνια, όταν ήταν μωρό ή μικρό παιδάκι την τύλιγε σε μια κουβέρτα και την έπαιρνε στην αγκαλιά της. Καθώς μεγάλωνε, η Μαρίτσα θυμάται το χέρι της μάνας της να την τραβά ξοπίσω της, άλλοτε βιαστικά και βίαια, άλλοτε πάλι χαλαρά... Ποτέ δε την άφηνε στο σπίτι μόνη της να κοιμηθεί. Δεν ήθελε να έχει την έννοια της. Πάντα είχε ένα φόβο, ότι θα την χάσει, ότι κάποιος θα της την αρπάξει μέσα στη νύχτα και δε θα την ξαναδεί. Αλλά και που μεγάλωσε η Μαρίτσα κι έφτασε τα δεκαεφτά, δε σταμάτησε να την ξυπνά μέσα στη νύχτα και να την παίρνει μαζί της στο φυλάκιο της γραμμής...

- Ξύπνα, Μαρίτσα μου, είναι ώρα..., της έλεγε.

- Όχι, μανούλα μου, πάλι!... της απαντούσε εκείνη.

Όμως, είτε ήθελε είτε δεν ήθελε, είτε μπορούσε, είτε δεν μπορούσε, σηκωνόταν χωρίς δεύτερη κουβέντα και την ακολουθούσε μέχρι το φυλάκιο της γραμμής. Καθόταν στο πεζούλι του φυλακίου και περίμενε μισοκοιμισμένη μέχρι να ακουστεί το πρώτο μακρινό σφύριγμα του τρένου που περνούσε εκείνη τη στιγμή τη γέφυρα του ποταμού, δύο χιλιόμετρα μακριά από το φυλάκιο. Τότε με ένα παράξενο τρόπο η νύστα της Μαρίτσας έφευγε από τα μάτια της. Ανέβαινε στο πεζούλι και περίμενε να περάσει από μπροστά της το τρένο, να χαζέψει τα φωτισμένα παράθυρα του να περνούν μπροστά από τα μάτια της γρήγορα, γρήγορα σαν ταινία σe fast-forword... το ένα μετά το άλλο... και να προσπαθεί να διακρίνει κάθε φορά τους επιβάτες μέσα από τις βιαστικές σκιές τους... άλλους σκυμμένες προς τα πίσω και ακουμπώντας το κεφάλι τους στο κάθισμα... άλλους αγκαλιασμένους μεταξύ τους... άλλους κρατώντας ένα βιβλίο, μια εφημερίδα. Και καθώς το βλέμμα της ακολουθούσε το τρένο να χάνεται δεξιά της, πάντα καρφωνόταν στη φιγούρα της μάνας της, εκεί στην άκρη της γραμμής... που κρατούσε το φανάρι της σηκωμένο στο ύψος του κεφαλιού της, με τα μαλλιά της να πετούν στον αέρα και το φουστάνι της να σηκώνεται μέχρι τα γόνατά της, χωρίς όμως να κάνει καμιά κίνηση να τα κρύψει.... την ώρα που το τρένο περνούσε σχεδόν σύριζα από δίπλα της. Κι όλο αυτό, κάθε φορά, φάνταζε σαν ιεροτελεστία στα μάτια της Μαρίτσας, καθώς όλα γίνονταν με την ίδια σειρά, με τους ίδιους κανόνες και τους ίδιους κώδικες

Εκείνο το βράδυ, όμως, θα ήταν διαφορετικό και για τις δυο τους. Η μάνα της Μαρίτσας μόλις είχε ανάψει το φανάρι της, περιμένοντας το γνωστό σφύριγμα του τρένου... ενώ το κορίτσι καθόταν στο πεζούλι. Όμως το σφύριγμα δεν ακούστηκε, παρόλο που ακουγόταν η μηχανή να δουλεύει. Το φως του τρένου φαινόταν στο βάθος, λες και είχε σταματήσει πάνω στη γέφυρα... Μέσα στη νύστα της η Μαρίτσα είδε τη μάνα της να κάνει με το φανάρι της κάποιο σινιάλιο στον οδηγό του τρένου. Της φάνηκε, μάλιστα, παράξενο, γιατί δεν την είχε ξαναδεί να κάνει κάτι τέτοιο.

  • Τι έγινε, μάνα; ρώτησε η Μαρίτσα.

  • Δεν ξέρω. Ίσως να έπαθε κάτι η μηχανή του, της απάντησε η μάνα της.

Η κοπέλα όμως δεν πείστηκε. Κοιτούσε επίμονα το φαναράκι της μάνας της, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς έκανε. Ένιωθε πως η μάνα της έστελνε στον οδηγό του τρένου ένα μήνυμα και περίμενε από αυτόν κάποια απάντηση.

  • Πάω μέχρι εκεί, της είπε κάποια στιγμή. Να δω τι στο καλό συμβαίνει.

  • Θα έρθω κι εγώ μαζί σου, φοβάμαι, να κάτσω μόνη μου εδώ πέρα. Είναι πολύ σκοτεινά... της είπε η Μαρίτσα.

Όμως εκείνη δε της απάντησε. Απλά, πλησίασε, την κοίταξε, της χαμογέλασε και με μια απότομη κίνηση της έδωσε το φανάρι στο χέρι και είπε :

  • Να, πάρε αυτό. Να σου κρατάει συντροφιά και να μην φοβάσαι.

Για πρώτη φορά, η μάνα της της έδινε το φανάρι της. Για πρώτη φορά, ένιωσε η Μαρίτσα, ότι της εμπιστευόταν τη δουλειά της. Κι άλλες φορές, της το είχε ζητήσει, αλλά η μάνα της δεν ήταν ποτέ πρόθυμη να κάνει κάτι τέτοιο. Εκείνη, όμως τη νύχτα, της έδωσε το φανάρι της, την άφησε μόνη της στο φυλάκιο και ξεκίνησε να περπατά ανάμεσα στις ράγες του τρένου, προχωρώντας πάνω κατά πάνω στο τρένο. Κι ενώ στην αρχή η Μαρίτσα διέκρινε τη φιγούρα της μάνας της να χάνεται στο σκοτάδι, στη συνέχεια είδε το τρένο στο βάθος να ξεκινάει κι αυτό σιγά σιγά.

  • Μαμά, γύρνα πίσω! Το τρένο ξεκίνησε... της φώναξε.

Όμως δεν πήρε καμιά απάντηση. Σήκωσε το χέρι της πιο ψηλά, μήπως και ρίξει περισσότερο φως στις γραμμές και τη βοηθήσει να επιστρέψει κοντά της. Μάταια, όμως. Το μόνο που έβλεπε ήταν το φως της μηχανής του τρένου να πλησιάζει όλο και πιο πολύ στο φυλάκιο. Τα έχασε. Άρχισε να φωνάζω τη μάνα της...

  • Μαμά, μαμά! Το τρένο ξεκίνησε. Γύρνα πίσω!

Όμως δεν έπαιρνα καμιά απάντηση. Και το τρένο πλησίαζε, αναπτύσσοντας όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Η Μαρίτσα, χωρίς να το καταλάβει, είχε πάει και είχα σταθεί στη θέση που στεκόταν συνήθως η μάνα της, κάθε φορά που περίμενε το τρένο να πλησιάζει στο φυλάκιο. Είχε πάρει ακριβώς την ίδια στάση, είχε σηκώσει το φανάρι στο ύψος του κεφαλιού της και περίμενε... Για πρώτη φορά, έβλεπε το τρένο να έρχεται σχεδόν κατά πάνω της. Φοβόταν πολύ, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Απλά, το περίμενε, όπως το περίμενε κι η μάνα της. Κάποια στιγμή το τρένο πέρασε σύριζα από δίπλα της, παίρνοντας μαζί του τα λυτά της μαλλιά. Το σώμα της, όμως, δεν ήξερε πως να σταθεί. Ο αέρας που άφησε πίσω του το τρένο σχεδόν την πέταξε ένα δύο μέτρα πιο πέρα. Όταν κατάφερε και στάθηκε πάλι στα πόδια της, ένιωσε στο πρόσωπό της κάτι υγρό. Λες και κάποιος από ένα παράθυρο του τρένου να της πέταξε κάτι. Προς στιγμήν αηδίασε... με το άλλο της χέρι σκούπισε το πρόσωπό της και μετά το έφερα κοντά στο φως του φαναριού να δει τι ήταν... Σάστισε... δεν μπορούσε να κουνηθεί πια... δεν μπορούσε να αντιδράσει... ούτε καν να φωνάξει... να βγάλει μια κραυγή πόνου...

Την άλλη μέρα τής πήγαν στο σπίτι το κεφάλι της μάνας της. Το είχε πάρει από κάτω η μηχανή του τρένου.... το σώμα της μάνας της το περίμενε...

Μετά από μερικές μέρες ο Οργανισμός της έστειλε ένα γράμμα, με το οποίο της πρότεινε να συνεχίσει τη δουλειά της μάνας της. Εκείνη, όμως, αρνήθηκε. Το μόνο που τους ζήτησε, ήταν να κρατήσει το φανάρι της μάνας της...

Η Μαρίτσα από τότε δεν ξαναμίλησε... συνεχίζει να μένει στο πατρικό της. Και ούτε παντρεύτηκε... έμεινε ολομόναχη... Κι έχει ακόμα εκείνο το φανάρι. Το ανάβει πια μία φορά το χρόνο... την ίδια νύχτα. Πέφτει στο κρεβάτι της να κοιμηθεί και ξέρει πια ότι η μάνα της θα έρθει και πάλι και μέσα στον ύπνο της θα την ακούσει να της λέει γλυκά...

««Ξύπνα, Μαρίτσα μου, είναι ώρα...»


Β. Βαθύαλος (Βασίλειος Γ. Παπαδημητρόπουλος)