(αφού διάβασα το "Το τρένο" του Ανδρέα Φουσακρίνη, http://koklas.blogspot.com )
(Στον Αντρέα)
Μέσα στην κάψα του θέρους
είχε αφήσει την πόλη του Θησέα
και είχε μπει στο τρένο για τον τόπο του,
με την κρυφή ελπίδα να δει τον άγγελό του.
Γύρω του κόσμος πολύς κι αδιάφορος
πνιγμένος στα δικά του πάθη κι απολαύσεις,
καθόλου δεν τον άφηναν να γύρει λίγο
και να’ βρει λίγη ησυχία στο κορμί και το μυαλό του.
Έκλεισε για λίγο τα δυο του μάτια
κι ονειρεύτηκε την όμορφη την κοπελιά του,
που η τύχη κάποτε τους έφερε κοντά
καθώς τον παίδευε πολύ να βρει άκρη για τη γενιά του.
Φέρνει στου νου την πρώτη εκδοχή,
πως ο παππούς του ήτανε γόνος αρχοντικός
μα σκάλωνε η χαρά του σαν έβρισκε
το όνομά του να σέρνεται μες τα ερείπια του Παρθενώνα.
Από την άλλη πάλι ήταν η αδελφή του
που δεν τον άφηνε πολύ στο όνειρό του,
ο κυνισμός της σκόρπαγε το αίμα το γαλάζιο
και το μπαστάρδευε με τον καρπό μίας ταπεινής γυναίκας.
Και ο δρόμος μαζευότανε σιγά σιγά
περνώντας από τη στενή κι ολέθρια δίοδο
που κάποτε ο βασιλιάς στα νιάτα του
πέρασε όλο δόξα και θέρισε τους φοβερούς ληστές της.
Η σκέψη του ήθελε να φεύγει πάντα
να αναζητά την επαφή του παρελθόντος
και να εξηγεί πώς γίνεται το χθες του καθενός
να είναι αιώνια μέσα του κι ας μη το ζει στο τώρα.
Στου Αράτου τα λιβάδια χάθηκε
ο νους χόρεψε για λίγο στο χρόνο μέσα
και η ματιά του έφτασε στα αχαϊκά βουνά
που έκρυβε και έθρεφε τα όνειρα βασανισμένων νέων.
Κάποια στιγμή το σώμα πετάχτηκε έξω
βρόντηξε πάνω στο κρύο και σκληρό τσιμέντο,
το αίμα κύλησε στη γη και η ψυχή πήρε το δρόμο τ' ουρανού
παίρνοντας μαζί της τα όνειρα και μια βουβή ματιά…
....από εκείνη!
(Στον Αντρέα)
Μέσα στην κάψα του θέρους
είχε αφήσει την πόλη του Θησέα
και είχε μπει στο τρένο για τον τόπο του,
με την κρυφή ελπίδα να δει τον άγγελό του.
Γύρω του κόσμος πολύς κι αδιάφορος
πνιγμένος στα δικά του πάθη κι απολαύσεις,
καθόλου δεν τον άφηναν να γύρει λίγο
και να’ βρει λίγη ησυχία στο κορμί και το μυαλό του.
Έκλεισε για λίγο τα δυο του μάτια
κι ονειρεύτηκε την όμορφη την κοπελιά του,
που η τύχη κάποτε τους έφερε κοντά
καθώς τον παίδευε πολύ να βρει άκρη για τη γενιά του.
Φέρνει στου νου την πρώτη εκδοχή,
πως ο παππούς του ήτανε γόνος αρχοντικός
μα σκάλωνε η χαρά του σαν έβρισκε
το όνομά του να σέρνεται μες τα ερείπια του Παρθενώνα.
Από την άλλη πάλι ήταν η αδελφή του
που δεν τον άφηνε πολύ στο όνειρό του,
ο κυνισμός της σκόρπαγε το αίμα το γαλάζιο
και το μπαστάρδευε με τον καρπό μίας ταπεινής γυναίκας.
Και ο δρόμος μαζευότανε σιγά σιγά
περνώντας από τη στενή κι ολέθρια δίοδο
που κάποτε ο βασιλιάς στα νιάτα του
πέρασε όλο δόξα και θέρισε τους φοβερούς ληστές της.
Η σκέψη του ήθελε να φεύγει πάντα
να αναζητά την επαφή του παρελθόντος
και να εξηγεί πώς γίνεται το χθες του καθενός
να είναι αιώνια μέσα του κι ας μη το ζει στο τώρα.
Στου Αράτου τα λιβάδια χάθηκε
ο νους χόρεψε για λίγο στο χρόνο μέσα
και η ματιά του έφτασε στα αχαϊκά βουνά
που έκρυβε και έθρεφε τα όνειρα βασανισμένων νέων.
Κάποια στιγμή το σώμα πετάχτηκε έξω
βρόντηξε πάνω στο κρύο και σκληρό τσιμέντο,
το αίμα κύλησε στη γη και η ψυχή πήρε το δρόμο τ' ουρανού
παίρνοντας μαζί της τα όνειρα και μια βουβή ματιά…
....από εκείνη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου