ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Η χαμένη αχτίδα

Στο κατάστρωμα του πλοίου που με ταξίδευε άνοιξα το μαύρο μου πουκάμισο κι είδα
ότι μέσα στη λάκα του λαιμού μου βρισκόταν μια αχτίδα.

Απόρησα... μα αμέσως τη ρώτησα πώς βρέθηκε κεί πέρα.

Κι αυτή μου απάντησε :
« Σαν ξεκίνησα από εκεί ψηλά, έβαλα στόχο τα μάτια σου.
Και κατέβαινα όλο χαρά ότι εκεί θα ζήσω για πάντα.
Όμως μόλις έφτασα κοντά σου δυστυχώς κάποιος σε φώναξε.
Γύρισες το κεφάλι σου κι εγώ καρφώθηκα στα μαλλιά σου.
Μπλέχτηκα για τα καλά και μάταιος ο αγώνας μου να βγω στον κρόταφό σου.
Εκεί που ίσως με ένα χτύπημα να μπορούσες να με δεις.
Αγωνίστηκα πολύ,μα δε τα κατάφερα.
Ταλαιπωρήθηκα πολύ κι αποκοιμήθηκα.
Όταν ξύπνησα,δεν ήμουν στα μαλλιά σου!»

[ Τότε άστραψε ο νους μου από τη θύμηση της μέρας εκείνης.
Τη θέρμη της αχτίδας την είχα νιώσει…
Ναι ήταν λίγα εκατοστά πιο εκεί.
Μα που να ήξερα…
Μια θέρμη που το άλλο πρωί σαν χτένισα τα μαλλιά μου κύλησε στο σβέρκο μου.
Και από εκεί την ένιωσα να μπαίνει στο κορμί μου και να καρφώνεται στην κλείδα της ωμοπλάτης μου.
Χρόνια πολλά το ένιωθα αυτό το κάψιμο….
Μα κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να μου πει τι ήταν.
Κανείς δεν αναρωτήθηκε για το μελαγχολικό μου βλέμμα,
Κανείς δεν απόρησε για το σκοτεινό μου πρόσωπο,
Κανείς δεν θέλησε…» ]

Κάποια στιγμή όμως ένιωσα την αχτίδα να ταράζεται.
Την έβλεπα να πάλλεται και να προσπαθεί να σκαρφαλώσει στο μάγουλό μου.
Δεν έδωσα καμιά σημασία και συνέχισα να μιλώ…

«… Σιγά σιγά σκούρα χρώματα έβαψαν για πολλά χρόνια τα βαριά ενδύματά μου
και κάλυψαν το σώμα μου στιγμές πολλές προσφέροντάς μου γι’ απόλαυση την κάψα
που άφηνε η αιχμάλωτη αχτίδα μέσα μου.
Κι εκεί μέσα έμεναν κλειδωμένα όλα εκείνα που μου είχε δώσει ο Θεός για δώρα.
Έμειναν εκεί για χρόνο πολύ κι έχασαν κι αυτά σιγά σιγά τη δύναμή τους.
Μαζί τους κι εγώ ζούσα την αλήθεια ενός ψέματος.
Κι έτσι έμαθα να ζω και να πορεύομαι… Και νόμιζα ότι όλα καλώς πηγαίνουν…»

Εκείνη όμως όσο μιλούσα, πιανόταν από τα γένια μου και ανέβαινε.
Την ένιωθα τώρα να καίει στο μάγουλό μου.
Σταμάτησα να μιλάω κι έμεινα να κοιτάζω το δικό της ταξίδι.
Σιγά σιγά την ένιωθα όλο και να ανεβαίνει.
Αργά, αργά…
Δε μιλούσα σε κανέναν, δεν πρόσεχα κανέναν, δεν απαντούσα σε κανέναν…..
Το μυαλό μου πια ήταν στραμμένο μόνο σ’ εκείνη την αχτίδα που τόσο άδικα είχε χάσει το δρόμο της.
Κι ο χρόνος κυλούσε… Αργά, αλλά σταθερά. Μερόνυχτα, χωρίς φαί, χωρίς νερό.
Εκεί πάνω στο κατάστωμα του καραβιού που με ταξίδευε.
Ήθελα να γυρίσω το χρόνο πίσω... τη στιγμή εκείνη που ο Θεός έστελνε τις αχτίδες της ζωής…
Κι εκείνη την έβλεπα ότι έλαμπε όλο και πιο πολύ.
Την ένιωθα σίγουρη ότι τώρα πια δεν θα έχανε το δρόμο.

« Λίγο ακόμα….» Μου είπε κάποιο πρωί.

Ναι το έβλεπα κι εγώ. Το ταξίδι τελείωνε…
Όλοι οι επιβάτες ήδη βρίσκονταν στο κατάστρωμα.
Ήταν γύρω μου με τα μπαγάζια τους έτοιμοι για αποβίβαση.
Φιγούρες ανθρώπων που δεν μπορούσα να τους δω καλά.
Θολά πρόσωπα, Σκοτεινά κορμιά… Δεν μπορούσα να δω τίποτα άλλο…

Κι εγώ στην αγωνία μου… « Άραγε θα προλάβει;»
Βάλθηκα να κουνάω τα βλέφαρά μου, για να βοηθήσω την αχτίδα να φτάσει.
Κι εκείνη χοροπηδούσε όλο και πιο ψηλά…
Μια κάψα άγγιξε την άκρη του ματιού μου,εκεί ακριβώς που σκάει το δάκρυ.

« Όχι Θεέ μου, τώρα. Δε θέλω να κλάψω τώρα…»
Ο φόβος μου, μήπως και κάψω την αχτίδα με έκανε να ιδρώνω ολόκληρος.
Σκούπιζα συνεχώς το μέτωπό μου και ρουφούσα τη μύτη μου.
Κατάπινα το σάλιο μου και προσπαθούσα να χωνεύω τον ιδρώτα μου.

Και ξαφνικά… Το βλέμμα άλλαξε, η κόρη του ματιού μου γέμισε χρώματα.
Αναγνώρισε την αλήθεια του ψέματος, μα δε της μίλησε, ούτε της παραπονέθηκε.
Ούτε με το Θεό τα έβαλε.

Είπε στα βλέφαρα να κλείσουν κι άρχισε να ζει!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου