ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Θα σε πάρω να φύγουμε

Θα σε πάρω να φύγουμε
σε νησί μακρινό
και θα ζήσουμε μόνοι μας
σ' ένα σπίτι μικρό।

Θα σου βάλω στα τζάμια
κουρτίνες λευκές
και θα ποσέχω στη ζωή μας
να μην υπάρχει λεκές।

Θα φυτέψω στον κήπο μας
κερασιές και μηλιές
και θα μαζεύω για σένα
τα λουλούδια αγκαλιές।

θα σου κάνω μια κούνια
να ξαπλώνεις στον ήλιο
και θα σου ψήνω στο φούρνο
γλυκές πίτες με μήλο।

Θα σου φιτάχνω καφέ
σε φλιτζάνι ψηλό
και θα σου δίνω στο στόμα
ένα φιλάκι κλεφτό।

Θα σε πηγαίνω μια βόλτα
στο μυστικό το λιμάνι
και θα σου γράφω στην άμμο
με το δικό μου μελάνι।

Θα περνάμε καλά
γιατί υπάρχει αγάπη
και θα κοιτάμε μπροστά
μακριά από λάθη।

Θα σε πάρω να φύγουμε
σε νησί μαγικό
και θα ζήσουμε όμορφα
γιατί αληθινά σ' αγαπώ...

Κενότης



Κενά μάτια που έχουν στραγγίζει
απο ένα δάκρυ καυτό...

Κενή αγκαλιά που σταλιάζει
για ένα ανύπαρκτο ανακάλεσμα...

Κενή ψυχή που πλαγιάζει
σ' ένα απροσδιόριστο συναίσθημα...

Κενός νους που χτυπιέται
σε μια ξεθωριασμένη σκέψη...

Κενή ολόκληρη η ύπαρξη - γερασμένη -
μπροστά σ' ένα αόρατο αστέρι...

Κενότης... παντού!

Η τελευταία παράσταση

(Σε αυτόν που φεύγει)

Λαμπάδες αναμμένες
με αναλόγως παράδοξη λάμψη

περιμένουν στο δικό τους ανάστημα
να εξέλθει το σβησμένο κερί
απ'την κύρια πόρτα...

Κι όταν φτάνει η ώρα εκείνη
που μακραίνει η πομπή
στη στερνή την οδό

κι όταν πίσω στο ψυχρό το τσιμέντο
σπάζει για τελευταία φορά
η λευκή πορσελάνη...

ούτε μία ψυχή δε κάνει τον κόπο
να αργήσει το δρόμο,
ούτε μια σκέψη δε σπαράζει
με τον ήχο της σπάσης...

Απαθής η παράλογη φύση του ανθρώπου
και πιστή μονάχα
στην εφήμερη θέση της...

Έτσι κι αλλιώς η φιέστα σε λίγο τελειώνει
και το κύριο φως
αντιμέτωπο μονάχα με το σκότος της λήθης!

Ψάχνω

Ψάχνω
εκείνο που' χα χάσει
και βρήκα...
τη μικρή νύχτα
που γυαλίζει τη θάλασσα σα λάδι,
την ύστερη λάμψη
που φωτίζει τα φανάρια των φάρων...

Ψάχνω
εκείνο που' χα βρει
κι έχασα...
τη μεγάλη μέρα
που τραγουδάει τραγούδια τρελά,
την πρώτη ηλιαχτίδα
που χρωματίζει με χρώματα χίλια .

Φωτογραφίες

Παλιές φωτογραφίες
- άσχημες -
βγαλμένες μες στους δρόμους
- παλιές φωτογραφίες - σκοτεινές -
κόρες του Άδη
με κινήσεις κρυφές
και με βήμα και φωνή
- παλιές φωτογραφίες -
δεμένες στο λαιμό,
κρεμασμένες πίσω μου...

Νέες φωτογραφίες
- όμορφες -
τραβηγμένες μες στη θάλασσα
- νέες φωτογραφίες - φωτεινές -
παιδιά του Ήλιου
με χέρια υψωμένα
και με βλέμμα και με ψυχή
- νέες φωτογραφίες -
κεντημένες στο στήθος,
ριζωμένες μέσα μου...

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Έξω απ' τον εφιάλτη

Είχα ένα εφιάλτη
- χθες -
γεμάτο σώματα ξεφτιλισμένα
δοσμένα στον έρωτα
τον απερίσκεπτο
δίχως αισθήματα και πάθος...

Και δεν μπορώ να χειροκροτήσω τις κινήσεις τους
- τώρα -
στο ξύπνιο μου
δεν μπορώ άλλο πια...
να μυρίσω τον ιδρώτα τους!

" Έτοιμος για ταξίδι"




Η κίνηση στους δρόμους μεγάλη - όπως πάντα -
σήμερα ωστόσο όχι τόσο μεγάλη, όσο δύσκολη...

ζύγισα το κορμί μου για να μη φαίνονται τα περασμένα χρόνια που φορούσα κάτω απ' το παλτό μου και είχα καλά βαλμένο ένα καπέλο στο κεφάλι, για να μη φαίνονται τα άσπρα τα μαλλιά μου...
σιγά - σιγά πήρα το δρόμο, για να κατέβω στο λιμάνι -
στην πύλη κοντοστάθηκα...
ο αέρας της θάλασσας δριμύς - μου τσάκισε το πρόσωπο
άλλη φορά θα έκανα μεταβολή, να φύγω...
όμως καθόλου δε το σκέφτηκα σαν έβαζα νεανικές κινήσεις στο κορμί μου...

προχώρησα στο μόλο - πόσο μακρύς... απέραντος φαντάζει - πάντα έτσι ήταν;
καράβια στη σειρά - έτοιμα για να φύγουν...
κι εγώ μια μαργαρίτα αναζητούσα, για να διαλέξω το καράβι της φυγής μου
- όπως τότε - πολύ παλιά από τώρα... τότε που έπαιζα στα πέταλά της την αγάπη - ...

φτερούγισα μπρος το καράβι του ονείρου
- και το κορμί πήρε ορθή τη στάση, το χέρι αυθόρμητα πέταξε το καπέλο και τα μαλλιά - αν και λευκά - μπερδεύτηκαν μες τον αγέρα...
ένας χορός μπροστά σε κείνα τα καράβια, μία χαρά που δεν κοιτούσε πια τριγύρω...

ούτε που πρόσεξα τον νέο που στεκόταν παραπέρα
- νέος στο ανάστημα όπως κι εγώ, με το κορμί ωστόσο πιο στητό και τα μαλλιά του μαύρα...
κάπου είχε τρυπώσει στο μυαλό μου μια ανάμνηση,
μια περιπλάνηση μέσα στο νου μου μπερδεμένη...

μου' κανε νόημα...
κι εγώ πλησίασα...
έβαλα το αυτί μου στην καρδιά του κι άκουσα :
- Είσαι μεγάλος για καράβια και για θάλασσες।

σήκωσα το κεφάλι και γύρισα τα μάτια προς τη θάλασσα
- δεν ήθελα να δει τα μάτια μου να κλαίνε -
μέσα στην κόρη των ματιών μου τώρα πια η αντανάκλαση του μπλε και ένας γλάρος - φευγάτος...

μάζεψα το καπέλο μου, το σφήνωσα καλά πάλι σε κείνο το άσπρο το κεφάλι,
σήκωσα το γιακά απ' το παλτό μέχρι τα αυτιά μου
και γύρισα ξανά στο δρόμο για την πύλη...

- στα αυτιά μου βούιζαν ακόμα τα λόγια του νέου, του νέου που χανόταν μακριά με το δικό μου βήμα ανάμεσα σε εκείνα τα καράβια.