Στου κρεβατιού σου το δεξί
ποδάρι,
εκεί που γέρνει του μυαλού σου
το δοξάρι
έχει από λύκου πάτημα μέγα
σημάδι
σαν βγήκε λάθρα από ενός μύθου
το υφάδι.
Τώρα αδιάφορα στην κάμαρα
γυρνάς
και τα ουρλιαχτά του λύκου πώς
τολμάς,
να λες πως δε γνωρίζεις, δε σε
νοιάζουν,
και με τραγούδια της γιαγιάς
πως μοιάζουν.
Μα βλέπεις πως κουνιέται η
κουρτίνα
και του κακού δεν νιώθεις
την ακτίνα;
Σε πλησιάζει αργά, από πίσω,
σιωπηλά,
σου αναδεύει με τα χνώτα τα
μαλλιά,
και σ' απειλεί πως τώρα θα σε
φάει
με μια χαψιά στον Άδη θα σε πάει.
Ψίθυρος έγινες και κόκκος
από σκόνη,
ένα ασήμαντο κουρέλι από
σεντόνι
που το ουρλιαχτό του λύκου με
μανία
το ξέσκισε και τρώει με λαιμαργία!
Είναι ο φόβος ή ο όρκος της
σιωπής
που ούτε «βοήθεια» δε σ' άφησε να πεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου