Της
άγγιξες το γόνατο
-
μαζί με τον Προφήτη -
και
ένα βλέμμα σου κρυφό πήρε το δρόμο για
τα μάτια της.
Μα
εκείνη πίσω απ’ το πέπλο το αχνό
σ’
είχε προλάβει με τη δική της τη ματιά
-
γλυκιά και πονηρή - .
Έριξες
τότε τα μάτια σου μες τον κρατήρα
κι
ένιωσες πως εκείνη σου κρατά λαχνό
-
μέσα στο μέλι βουτηγμένο - .
Κι
σ' άφησε μόνη να διαλέξεις
και
μπήκες με μιας σε σώμα - όμορφο, ακμαίο
και γερό -
κι
αφέθηκες στη δίνη να κινείσαι των
σφονδύλων.
Ένιωσες
τα άκρα να παίρνουνε ζωή
και
το μυαλό με την καρδιά να γίνονται
κουβάρι.
-
Είδες το φως να δένεται μόνο για σένα
-.
Κι
έτσι πορεύτηκες για μια ζωή καινούρια
-
που εσύ μονάχη σου τη διάλεξες -
αφού
στης λήθης το λιβάδι επέρασες την νύχτα.
Με
σιγουριά ανέβηκες τη σκάλα και μ' ένα
φύσημα
βρέθηκες
να ανασαίνεις την πνοή θνητών
-
πόσο χαρά νιώθεις γι' αυτό που γίνηκες;
-
Μα
η κρίση δεν θα’ ναι των ανθρώπων
καθώς
ο αγέρας θα σε παίρνει ψυχή αχνή και
πάλι
-
έξω απ' το σώμα που θα λιώνει - .
Πάλι
εκεί θε να σταθείς κάποια στιγμή να
δώσεις λόγο
μπορστά
σε εκείνη που και πάλι θα προλάβει
πρώτη
να ρίξει τη ματιά της στου σφονδυλιού
τη γύρα.
Κι
εσύ σε φαύλο κύκλο και πάλι θα γυρίσεις
για
την αλήθεια που σ' αφήνουν να διαλέξεις
-
πόσο χαμένη τελικά φαντάζει η επιλογή
σου -
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου