Το σώμα γυμνό… χωρίς πανοπλία…
ευάλωτο στα χέρια τους
πάντα
Απροστάτευτο στα
σάλια των σαλιγκαριών
που κυκλοφορούν
άξαφνα - μετά τη βροχή -
Δίχως φρουρούς στέκεται
στο γεφύρι πίσω απ΄ τα ευκάλυπτα…
Και μόνο μια μυρωδιά μαστίχας φράουλας
προσπαθεί να σώσει
προσπαθεί να σώσει
την ανάσα που σβήνει.
Οι νύχτες είναι πάντα
γεμάτη σκιές,
άχρηστα βλέμματα,
αγγίγματα χωρίς ζωή…
Συνέχεια στ’ αυτιά
εκείνο το κράξιμο της
καλιακούδας,
Το τρίξιμο της σκουριασμένης
πια σιδερένιας πόρτας,
Της τσάπας που συνεχίζει το
σκάψιμο
της αιώνιας τάφρου…
Το σώμα γυμνό…
απέναντι σε εκείνα τα
αγάλματα
που τα σιγοτρώει η
μούχλα…
Κάπου κάπου ακουμπά στους
τοίχους
του παλιού σχολείου
Και γεμίζει από
σκόνη,
Σεργιανά στα σοκάκια
των παλιών παιχνιδιών
Και γεμίζει από λάσπες,
Κοιτάζει κρυφά
απ΄ τα παράθυρα των φρικτών
δωματίων
Και ματώνουν τα μάτια
του…
Ευτυχώς που δεν παγώνουν τα δάχτυλα!