Ο χώρος ήτον ανοικτός, * λόγω φυλλοβολίας
Και ο χειμών ήτο γλυκύς * μετά πολλής ευδίας.
Είδα κ’ εφέρασιν σκαμνιά, * οι κόμητες να κάτσουν,
Ομάδιν και οι αυλικοί, * γλυκά για να χορτάσουν.
Ομάδιν και οι αυλικοί, * γλυκά για να χορτάσουν.
Διαβαστικά ειπώθηκαν * κ΄ η κόμισσα κανύζει,
Οκαί αρχίση ο χορός, * όπως αυτή ορίζει.
Οκαί αρχίση ο χορός, * όπως αυτή ορίζει.
Κι εις μέσον εκαθίζετο, * απάσης αφεντίας
Και κατουμίζουσα επαρκώς * δίδει παραγγελίας.
Και κατουμίζουσα επαρκώς * δίδει παραγγελίας.
Κ΄ εδώκασιν τα βούκινα * και τα παιγνίδια ΄παίξαν
Κ΄ ο κόσμος εσταμάτησαν * ως είδαν κ΄ εδιαλέξαν.
Κ΄ ο κόσμος εσταμάτησαν * ως είδαν κ΄ εδιαλέξαν.
Εκεί ΄δα νέους και λυγερές, * άνδρες και παλληκάρια
Ωγιά να στήσουν ορχησιά * και καταλόι αράδα.
Ωγιά να στήσουν ορχησιά * και καταλόι αράδα.
Κι οι υποταγές εσπούδαζον * προς πάσα οικονομίαν,
Μα οι κόμητες είχον τον νου * εις τη δική τους χρείαν.
Μα οι κόμητες είχον τον νου * εις τη δική τους χρείαν.
Κι ενώ οι νέοι ηγάλλουντο * κι οι κόρες εγελούσαν,
μετά μεγίστης χάριτος * εις τον χορόν κρατούσαν,
μετά μεγίστης χάριτος * εις τον χορόν κρατούσαν,
Η αφεντιά τούς άπειχε * και μόνο συντυχούσε
Κι ο λογισμός της μίσευγε, * τον δρόμο εστοχούσε.
Κι ο λογισμός της μίσευγε, * τον δρόμο εστοχούσε.
Οκαί σαν έσωνε ο χορός, * δ’ εσηκώναν τ΄ ομμμάτιν
Αλλ΄εις του κόσμου το ένταλμα,* ορέγοντο εις μάτην.
Αλλ΄εις του κόσμου το ένταλμα,* ορέγοντο εις μάτην.
Πολύθλιβος η ομάδα τους, * περίλυπος κι η σκόλη,
Όντε πλεοτέριν θέλουσι, * να τους θαυμάζουν όλοι.
Όντε πλεοτέριν θέλουσι, * να τους θαυμάζουν όλοι.
Ογόι, κόσμε, δε θωρείς * πως σένανε κομπώνουν,
Και την υπεριψία τους * θέλουσιν να πιστώνουν;
Και την υπεριψία τους * θέλουσιν να πιστώνουν;