(Στη Μάρθα)
Σταυρωμένος στο συρματόπλεγμα
χαζεύεις τα αγκάθια του
και σε τρελαίνει η ιδέα της Άνοιξης
σαν γεμίζουν μπουμπούκια...
Πυρπολημένος απ' το πλήθος των λέξεων
που φορούν πανοπλίες αιώνων
απαιτείς να κρατήσουν τη δύναμη
μη χαθεί ο κόσμος που ζούμε.
Έχεις νιώσει το μετέωρο βήμα σου
που η Τέχνη σου προσφέρει απλόχερα,
Σατραπείες μπροστά σου
και κεριά από πίσω που σβήνουν...
Σαν παιδί χωνόσουν αδέξια
στις σπηλιές των ψυχών τους
να γευτείς λίγο από βάσανο
να τους κλέψεις λίγο απ' τον τρόπο
να κλαδέψεις τα κλαδιά που ματώνουν
να μπολιάσεις την ψυχή σου που κλαίει
να' μερέψεις το μυαλό που όλο φεύγει
να φωνάξεις στον ήλιο να μείνει.
Σ' ένα κόσμο που οι λίγοι πλουτίζουν
που τα λόγια δε βουτάνε στο λόγο
που η αξία συντροφεύει το χρήμα
που ο άνθρωπος φαντάζει πραμάτεια...
μ' ένα σπίτι τριάρι,
με δουλειά και αμάξι,
με γυναίκα ή άντρα
και με δύο παιδιά
και το βλέμμα μονάχα μπροστά
σ' ένα δρόμο που σου 'φτιάξαν οι άλλοι
δίχως έγνοια άλλη καμιά
που μπορεί να σε βγάλει ψηλά...
μακριά από παράδεισους,
τυλιγμένος μονάχα με πάθη
με ηδονές που μαγεύουνε,
με δεσμά που υποτάσσουν
και με καλυμμένο το πρόσωπο
προσπαθείς να ακούσεις τη σκέψη σου,
την ψυχή σου να νιώσεις,
τη ζωή να στηρίξεις και πάλι
στις επάλξεις του αύριο
μ' ένα χρέος που μαζί σου γεννιέται
με τις τύψεις που μυρίζουν αθέτηση
και σου δείχνουν μονίμως το τίμημα....
και σε κάνουν να ξεχνάς
το χρώμα του ήλιου που βγαίνει,
το χρώμα της φύσης που σε θρέφει,
του ουρανού το γαλάζιο.
Παροπλισμένος απομένεις
δίχως δίψα,
δίχως πείνα
για τ' αγάλματα
που' χουν στήσει στης μνήμης το βάθρο
μια Αντιγόνη,
μια Ηλέκτρα,
της Κολχίδας η φόνισσα,
και της Τροίας η μάντισσα....
Με το πάθος ξανά αναμμένο
φορτωμένο στο γυμνό σου το σώμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου