Μες την βοή του κόσμου
το κεφάλι απλά κλίνει
πάνω στην χλόη ακουμπά
τ' αυτί
πιάνει τον ήχο της υγρής φωνής
στο πέρασμα της φλόγας
και το τικ τακ της ήρεμης καρδιάς
στην όψη της αξίας
που εμφάνισαν εκείνα τα παράθυρα
τα ορθάνοιχτα
και δίχως κάγκελα.
Μες την βοή της πόλης
το σώμα απλά ξαπλώνει
πάνω στην χλόη ακουμπά
το χέρι
πιάνει το τρέμουλο της άλλης της παλάμης
στο πέρασμα του φόβου
και το τικ τακ της ήρεμης της φλέβας
στην όψη της χαράς
που εμφάνισαν εκείνα τα πάραθυρα
τα φωτεινά
και δίχως πια κουρτίνες.
το κεφάλι απλά κλίνει
πάνω στην χλόη ακουμπά
τ' αυτί
πιάνει τον ήχο της υγρής φωνής
στο πέρασμα της φλόγας
και το τικ τακ της ήρεμης καρδιάς
στην όψη της αξίας
που εμφάνισαν εκείνα τα παράθυρα
τα ορθάνοιχτα
και δίχως κάγκελα.
Μες την βοή της πόλης
το σώμα απλά ξαπλώνει
πάνω στην χλόη ακουμπά
το χέρι
πιάνει το τρέμουλο της άλλης της παλάμης
στο πέρασμα του φόβου
και το τικ τακ της ήρεμης της φλέβας
στην όψη της χαράς
που εμφάνισαν εκείνα τα πάραθυρα
τα φωτεινά
και δίχως πια κουρτίνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου