ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Σάββατο 15 Ιουλίου 2017

Ελπίδα το λένε

Ανοίγεις την καρδιά
ενός χρυσάνθεμου
και πετάς τους σπόρους του
στον αγέρα

- ελπίδα το λένε -

μια μέρα θα γυρίσει για σένα
θα ψάξει να σε βρει μες το πλήθος
μ' οδηγό μονάχα την όσφρηση
- το γιασεμί σου αιώνιο -

Η ώρα του ήλιου πάντα χαϊδεύει
απαλά το κάτασπρο χιόνι
και δεν αφήνει
τα μάτια να κλείσουν

- ελπίδα το λένε -

η φωλιά που άδειασε
δεν σκορπίζει στον άνεμο
μ' αναμένει να γεμίσει και πάλι
- η αγάπη σου αιώνια - . 

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Η βροχή

Πάνω στο πλατύ οδόστρωμα
τρέμω και φαίνεται αυτό
στην κάθε νευρική μου κίνηση
που δείχνει την ματαιότητα
της αισχρής αναμονής μου
που με χτυπά στα μάτια
και με τυφλώνει
και δε μ' αφήνει να βρω την άκρη
να πιαστώ και να ανασάνω

Κενός ο δρόμος
καμμία κίνηση
μόνο η βροχή
που πέφτει
και μου δροσίζει το κορμί
τα μάτια μου καθαρίζει
και στο μυαλό μου γαληνεύει

Αυτό το αιώνιο νερό του ουρανού
που ξέρει πότε να 'ρχεται
και με κρατάει συντροφιά
και σαν παιδί με νανουρίζει

Ολοκλήρωση

Μες την βοή του κόσμου
το κεφάλι απλά κλίνει
πάνω στην χλόη ακουμπά
τ' αυτί
πιάνει τον ήχο της υγρής φωνής
στο πέρασμα της φλόγας
και το τικ τακ της ήρεμης καρδιάς
στην όψη της αξίας

που εμφάνισαν εκείνα τα παράθυρα
τα ορθάνοιχτα
και δίχως κάγκελα.

Μες την βοή της πόλης
το σώμα απλά ξαπλώνει
πάνω στην χλόη ακουμπά
το χέρι
πιάνει το τρέμουλο της άλλης της παλάμης
στο πέρασμα του φόβου
και το τικ τακ της ήρεμης της φλέβας
στην όψη της χαράς

που εμφάνισαν εκείνα τα πάραθυρα
τα φωτεινά
και δίχως πια κουρτίνες.


Επιφάνεια

Θα θυμάμαι πάντα,
έναν άντρα δυνατό,
ψημένο κεραμίδι κάτω από το φως του ήλιου,
έναν άνθρωπο μεστό,
φορτωμένη μηλιά στο γρασίδι του κήπου,
ένα χέρι ζεστό,
σωτήριο τράβηγμα από το βούρκο της νύχτας,
ένα βλέμμα φωτεινό,
πανάκριβο λιχνάρι στο σκοτάδι της σούδας

Θα τον θυμάμαι πάντα

Έξοδος

Το αίμα τώρα κόκκινο βαθύ με χόχλους 
- σχεδόν καλπάζει
Ο χρόνος της παρένθεσης τελειώνει
σε λίγα βήματα
λίγο πιο πέρα απ' το δέντρο που 
'χεις χαράξει τ' όνομά σου
σε μια στιγμή αδυναμίας.

Γυμνό κορμί άλλο θα αγκαλιάσει το
κρεβάτι σου
κι εξαρτήσεις άλλες θα φορτωθούν στην
πλάτη σου
Τα ρούχα σου θα λάμψουν πάλι
λευκά και τα όνειρά σου
λευκή κι η πόρτα που ανοίγει
λευκά και τα χαμόγελα.

Μα σαν περνάς από την μπάρα
θ' ακούσεις σίγουρα το κλάμα της
σκοπιάς αριστερά
- σ' είχε πονέσει στο κάθε ουρλιαχτό σου
Και 'κείνο το παράθυρο δε θα
μπορέσει να αντέξει
- σε βοήθησε πολλές φορές στην μοναξιά σου.

Προχώρησε
- δυο βήματα σου μένουν - 
Βγες και σήκωσε μια πέτρα να βρεις και
πάλι τ' όνομά σου
Κάνε ευχή και γέμισε ελπίδα
για μια ζωή που σου αξίζει
- μι' ανάμνηση ας είναι τούτος ο κόσμος
που αφήνεις.

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Πουθενά

Η έλλειψη έχει 
το μέγεθος του χάους
και το μυαλό 
του αγέρα την υφή.

Πού να πιαστεί η παλάμη;

Σε ποιο τρελό πουλί 
την αγκαλιά της να χαρίσει;

Σε ποιο χλωρό κλαδί 
ν' αράξει το καράβι;

Σε ποια σταγόνα από βροχή 
να σκύψει να λουστεί;

Η έγνοια έχει 
το βάθος της αβύσσου
και η ματιά 
του αντίλαλου τον ήχο.

Πού να ακουμπήσει το κορμί;
Σε ποια όμορφη νύχτα 
τα άστρα να ζητήσει;

Σε ποιο αφράτο μάγουλο 
να ανθίσει το λουλούδι;

Σε ποιο λιβάδι απ' αναμνήσεις 
να γύρει να ξαπλώσει;

Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Ἡ Ζηνοβία



Η Ζη/νοβί/α


Σέ λί/γο γιά/τή Ρώ/μη τους,/ταξί/δι θα /κινή/σεις,  


που ἐτό/λμησες/ -κόρη/μικρά- /την ε/ξουσί/α να/’χεις,

αφού/το σύ/ζυγό/σου Οδαί/ναθο/, τον θρή/νησες/-ως έ/πρεπε-

μετά/το θά/νατό/του.

Μετά/βασί/λισσα/κι επί/τροπος/του γιού/σου,

εφό/ρεσες/στέμμα/χρυσό,/στο θρό/νο της Πα/λμύρας

(Μια Πό/λις πού/εδέ/σποζε/παλιά/ -μα τώ/ρα ό/χι- ).

Στήν ἐ/ξουσί/α στά/θηκες/πολλή/αξί/α

κι η δό/ξα σου/μονα/δική. Το ί/διο κ’ η ό/μορφιά/σου

κατά/φερε και νί/κησε/τους πά/ντες.

Τον α/ετό/της Ρώ/μης, τον/αφά/νισες,

στο νό/μισμα/της πό/λης, την ό/ψιν την/δική/σου χά/ραξες.

Γι΄ αυτά/τον Καί/σαρα/πολύ/τον θύ/μωσες

που ε/ναντί/ον σου/κινή/θηκε/, και σού/κατέ/κτησε/την πό/λι.

Τό γιό /σου αἰ/χμαλώ/τισε,/ μαζί /κ' ἐσέ/να.

Ἐσέ/να, μέ/ τά μαύ/ρα μά/τια καί/ τό δέ/ρμα το /μελί,

Θεά/της μυ/στικής/Ανα/το/λής,

που στό/λαιμό/η εὐ/ωδιά/του γιά/σεμιού,/δε στα/ματά/να ρέ/ει μιά/γαλή/νη.

Ὅλους/τους δά/μασες/, τους έ/κανες/δικούς/σου

με τό/χαμό/γελο/ π’ αφή/νεις

πάνω/σε μιά/πανά/λευκη/σειρά/μαργά/ριτά/ρια.



Σέ λί/γο γιά/τή Ρώ/μη τους,/ταξί/δι θα /κινή/σεις

δίχως/ τό ξί/φος στό/θηκά/ρι, αλλά

μέ χέ/ρια πού/δεσμά/θα τά/κρατοῦν.

Τό στέ/μμα σου/θά μεί/νει ἐπά/νω στό /τραπέ/ζι

καί ἡ /πορφύ/ρα τῆς /Παλμύ/ρας θέ/νά σβή/σει,

μαζί /μέ τού/τες τες /φωτιές/π’ ἀνά/ψαν οἱ /Ρωμαῖ/οι.



Σέ λί/γο του/θριά/μβου θέ /νά /περνᾶς /τήν πύ/λη.

Κ' ὄχι /ὡς μια/ βασί/λισσα/ ἐπά/νω σ’ ἅ/ρμα ἀνθέ/ων,

μ’ ἀτι/μασμέ/νη σκλά/βα του/ και λά/φυρο/πολέ/μου

στα χἐ/ρια τ’ αυ/τοκρά/τορα/που μπαί/νει μες/ τη Ρώ/μη.



Σέ λί/γο ὁ ἥ/λιος τῆς/ χρυσῆς/ Παλμύ/ρας θά /χαθεῖ.

Θά σβή/σει ἡ δό/ξα σου/ – κ' εἶσαι /ἀκό/μα νέα - .

Κ' ὅμως/ στο πρό/σωπο/δε φαί/νεται/ὁ φό/βος/να’ χει/έρθει,

οὔτε /τό σῶ/μα το/λευκό/ μαραί/νει ὁ οἶ/κτος τοῦ/στρατιώ/του

πού πε/ριμέ/νει πλά/ι σου/ με τά/δεσμά/στα χἐ/ρια.

Τη μύ/στική/σου δύ/ναμη/καλά/την έ/χεις κρύ/ψει.

Μες την/καρδιά/σου την/κρατάς,/μες τήν/εσθή/τα.

Ἠ ο/μορφιές/κ’ η η/δονή ‘ναι/τα ό/πλα τα/δικά σου,

που ίσως/νική/σουν μια/φορά/ακό/μη

τοῦ Καί/σαρος/τήν γνώ/μη.



Σε λίγο/, γλυκειά/ βασί/λισσά/ και ὄ/μορφη/Ζηνο/βία,

Κόρη/Διός/ὀνο/μαστή/ καί μέ/περί/σσια χά/ριν,

θα ἀφή/νεις πί/σω τήν /Παλμύ/ρα, ἀλλά/ κ'

ἐμέ/να, τήν/πιστή/και στο/ργική/σου δού/λη,

αιώ/νιο φύ/λακα/εδώ,/τῆς δόξ/ης τῆς /μεγά/λης.



(Τήν ἄ/κουσα/και πά/λι χθες/να κλαίει/μες τά/συντρί/μμια!)