Η κίνηση στους δρόμους μεγάλη - όπως πάντα -
σήμερα ωστόσο όχι τόσο μεγάλη, όσο δύσκολη...
ζύγισα το κορμί μου για να μη φαίνονται τα περασμένα χρόνια που φορούσα κάτω απ' το παλτό μου και είχα καλά βαλμένο ένα καπέλο στο κεφάλι, για να μη φαίνονται τα άσπρα τα μαλλιά μου...
σιγά - σιγά πήρα το δρόμο, για να κατέβω στο λιμάνι -
στην πύλη κοντοστάθηκα...
ο αέρας της θάλασσας δριμύς - μου τσάκισε το πρόσωπο
άλλη φορά θα έκανα μεταβολή, να φύγω...
όμως καθόλου δε το σκέφτηκα σαν έβαζα νεανικές κινήσεις στο κορμί μου...
προχώρησα στο μόλο - πόσο μακρύς... απέραντος φαντάζει - πάντα έτσι ήταν;
καράβια στη σειρά - έτοιμα για να φύγουν...
κι εγώ μια μαργαρίτα αναζητούσα, για να διαλέξω το καράβι της φυγής μου
- όπως τότε - πολύ παλιά από τώρα... τότε που έπαιζα στα πέταλά της την αγάπη - ...
φτερούγισα μπρος το καράβι του ονείρου
- και το κορμί πήρε ορθή τη στάση, το χέρι αυθόρμητα πέταξε το καπέλο και τα μαλλιά - αν και λευκά - μπερδεύτηκαν μες τον αγέρα...
ένας χορός μπροστά σε κείνα τα καράβια, μία χαρά που δεν κοιτούσε πια τριγύρω...
ούτε που πρόσεξα τον νέο που στεκόταν παραπέρα
- νέος στο ανάστημα όπως κι εγώ, με το κορμί ωστόσο πιο στητό και τα μαλλιά του μαύρα...
κάπου είχε τρυπώσει στο μυαλό μου μια ανάμνηση,
μια περιπλάνηση μέσα στο νου μου μπερδεμένη...
μου' κανε νόημα...
κι εγώ πλησίασα...
έβαλα το αυτί μου στην καρδιά του κι άκουσα :
- Είσαι μεγάλος για καράβια και για θάλασσες।
σήκωσα το κεφάλι και γύρισα τα μάτια προς τη θάλασσα
- δεν ήθελα να δει τα μάτια μου να κλαίνε -
μέσα στην κόρη των ματιών μου τώρα πια η αντανάκλαση του μπλε και ένας γλάρος - φευγάτος...
μάζεψα το καπέλο μου, το σφήνωσα καλά πάλι σε κείνο το άσπρο το κεφάλι,
σήκωσα το γιακά απ' το παλτό μέχρι τα αυτιά μου
και γύρισα ξανά στο δρόμο για την πύλη...
- στα αυτιά μου βούιζαν ακόμα τα λόγια του νέου, του νέου που χανόταν μακριά με το δικό μου βήμα ανάμεσα σε εκείνα τα καράβια.