ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Η πορεία

Στη σκιά του φεγγαριού
Κρυβόταν η χαρά του।
Κάτω από τη σκοτεινή συκιά
Ήταν βαριά η ψυχή του।

Χαλούσε ο κόσμος Χρόνια πριν...
Από το φοβερό κυνήγι του
Μέσα στον κήπο το μοιραίο।

Μάταια όπως προσπαθούσε να σταματήσει...
Βουβές ματιές,
Σαν γύριζε από τον τρύγο
Της βάρδιας της δροσερής
- μετά από κάθε του βροχή - τον σκότιζαν τόσο πολύ
που πάλι στο αμπέλι ξαναγύριζε.

Κι έτσι Στον κήπο έμενε
Περιτριγυρισμένο
Από χιλιάδες μάτια....
Αλλήθωρα βλέμματα
Κατασκευασμένα Από παλιά εξαρτήματα।


Σ' ένα θέατρο Κωμωδία μαζί και δράμα...
Κι αυτό
Πρόσωπο κουκλίστικο
Μέσ’ τη μεγάλη την παράσταση του τσίρκου।

Κλόουν
Που έκανε πολλά για να γελούν οι άλλοι
και να χειροκροτούν τ’ αστείο νούμερο της πίστας...
μα πού’ χε
πάντα στο μάγουλο ζωγραφισμένο ένα ζεστό δάκρυ.

Και από κει έψαχνε πάντοτε
Τον καθαρό ουρανό

Μα πάντα...
Μια μπόρα μεγάλη, φοβερή ξέσπαγε
τη στιγμή που στο γλυκό το πρωινό
άκουγε το κάλεσμα του βασιλιά της καθαρής αυλής.

Κι έτσι έμενε πίσω...

Η ζωή του
Κοπέλα νέα, λυγερή
Με κουρασμένα όμως
Τ’ άκρα του κορμιού της
παρ' όλη τη φρεσκάδα του προσώπου της।

Και μαζί με τ’ άκρα του
Ήτανε και τα μάτια του...
Κουρασμένα
στο θέαμα των γλάρων που βουτούσαν
μέσα στη θάλασσα που απλωνόταν άγνωστη
κι απέραντη - η πολυπόθητη -
δίπλα στο μαντρότοιχο του κήπου.

Και πάντα εκείνη τη στιγμή
Στο κοίταγμα της θάλασσας
ήθελε να ξεφύγει από την αλυσίδα
που η μοίρα μέσα της το έβαλε,
σαν έναν κρίκο κατάλληλο ζεστό για το ξεχειμώνιασμα των άλλων κρίκων.

Κι έτσι έμενε πίσω...
Χελιδόνι πληγωμένο στη μια του τη φτερούγα,
αδύναμο να ξεκινήσει οποιοδήποτε ταξίδι
προς τη ζεστή Αφρική.

Χειμώνα καλοκαίρι
Η φωνή του μακρινή από τις άλλες...
τα χέρια του τα λόγια του
καθημερινά του τόνιζαν τα πάντα.

Και πόσο δύσκολα
Στεκότανε στα πόδια του
Και πόσο δύσκολα...

Επιβίωνε ανάμεσα στους κόκκινους
Μεγάλους προβολείς που τον τύφλωναν.

Και πόση ήταν
Η λύπη του...
όταν ρωγμές μεγάλες άνοιγαν στην παγωμένη λίμνη
κι έξω πετούσανε τα ψάρια της
και σε πουλιά γίνονταν στην ανοιχτή αγκαλιά του ουρανού.

Το τρέξιμο της δόλιας μοίρας
Ήταν συνεχές
Στο μονοπάτι του
Καθώς...
Του πρόσφερε
Ξερή τροφή,
Γευστική στα χείλη
Πικρή στην καρδιά.

Παρόλα αυτά
Περίμενε....
Λύτρωση
Από το αθάνατο νερό του ποταμού
και τα χειροκροτήματα της απλωμένης θάλασσας.

Κι ο χρόνος δεν τον γέλασε!
Κάποτε την έφερε!
Κι αυτό τη φώναξε κοντά του!
Και κείνη κοντά του έμεινε!

Τού’ δωσε δύναμη πολλή κι...
Έτσι κατάλαβε
Το αίμα
Που είχανε
Τα κουρασμένα μάτια του
Τα μουδιασμένα χέρια του
Που ποτέ
Όμως δεν ήθελαν
Να ξεχαστούν στον ύπνο।


Η κοινωνία όμως ταράχτηκε
Βλέποντας τα σύννεφα να φεύγουν
Και να υποχωρούν
Στον ερχομό του ήλιου
Σαν έβλεπαν πια καθαρά
τη φωτεινή του σκέψη
Μέσ’ την ψυχρότητα του κήπου :

«Θέλω να ζήσω!!!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου